Η πρώτη δομημένη μέθοδος ανάλυσης της ροής μιας διαδικασίας, παρουσιάστηκε από τον Frank Gilbreth στα μέλη της «Αμερικάνικης Κοινότητας Μηχανολόγων Μηχανικών» (ASME) το 1921 στα πλαίσια του «Διάγραμμα Ροής-Πρώτα βήματα στην εύρεση της καλύτερης λύσης». Τα εργαλεία του Gilbreth γρήγορα βρήκαν το δρόμο τους στον κύκλο της βιομηχανικής μηχανικής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ένας μηχανικός, ο Allan H. Mogensen ξεκίνησε να εκπαιδεύει επιχειρηματίες στη χρήση κάποιων εργαλείων της βιομηχανικής μηχανικής στα πλαίσια των συνεδρίων «Απλοποίηση των εργασιών» στο Lake Placid της Νέας Υόρκης. Ένας απόφοιτος του 1944 της τάξης του Mogensen, ο Art Spinanger υιοθέτησε αυτά τα εργαλεία στην Procter and Gamble όπου ανέπτυξε το Deliberate Methods Change Program. Άλλος ένας απόφοιτος, ο Ben S. Graham, διευθυντής του Formcraft Engineering at Standard Register Corporation, προσάρμοσε το διάγραμμα ροής διαδικασιών στην επεξεργασία πληροφοριών με την ανάπτυξη του διαγράμματος πολλαπλών ροών για να δείξει πολλαπλά δεδομένα και τις σχέσεις μεταξύ τους. Το 1947, η ASME βελτίωσε ένα σύμβολο, το ASME Standard for Process Charts των Mishad, Ramsan και Raiaan, το οποίο υπήρχε στο αρχικό έργο του Gilbreth. O Daglas Hartree εξήγησε πως το διάγραμμα ροής των Herman Goldstine και John Von Neuman (αρχικά “diagram”) μπορεί να σχεδιάσει προγράμματα για υπολογιστές. Η προχωρημένη του έκθεση εγκρίθηκε από τους μηχανικούς της IBM. Το αρχικό διάγραμμα ροής των Goldstine και Von Neuman μπορεί να εντοπιστεί στην αδημοσίευτη αναφορά τους «Σχεδιάζοντας και κωδικοποιώντας προβλήματα για ένα ηλεκτρονικό υπολογιστικό όργανο, Μέρος ΙΙ, Τόμος Ι», (1947). Το διάγραμμα ροής είναι ένα διαδεδομένο μέσο για την περιγραφή υπολογιστικών αλγορίθμων. Μοντέρνες τεχνικές όπως τα UML Activity Diagrams μπορούν να θεωρηθούν ως επεκτάσεις αυτού του διαγράμματος. Στη δεκαετία του 1970, και για την Ελλαδα το 1980 η δημοτικότητα των διαγραμμάτων ροής μειώθηκε όταν διαδραστικά computer terminals και γλώσσες προγραμματισμού τρίτης γενιάς έγιναν τα συνηθισμένα εργαλεία για τον προγραμματισμό υπολογιστών, αφού οι αλγόριθμοι μπορούν να εκφραστούν πιο συνοπτικά και ευανάγνωστα ως “κώδικας πηγής” σε τέτοια γλώσσα. Συχνά χρησιμοποιούνται ψευτο-κώδικες, που χρησιμοποιούν τους κοινούς ιδιωματισμούς τέτοιων γλωσσών χωρίς να εισχωρούν σε λεπτομέρειες…