Σωτηρης Νικολακοπουλος
Ομιλια στην Πανελληνια Ενωση Λογοτεχνων Π.Ε.Λ.
(α) Οι πρώτες μέρες μετά την άλωση
Στη «Βασιλεύουσα» Βασίλευε το πνευματικό χάος όχι μόνο στα λίγα χρόνια πού προηγήθηκαν της πτώσης της αλλά και πολύ πριν, – από την εποχή πού οι τελευταίοι αυτοκράτορες άρχισαν τις επαφές με τη Δύση (για πολιτικούς λόγους) πού αποσκοπούσαν στην ένωση των Εκκλησιών. ’Από τότε δημιουργήθηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κι ανάμεσα στους διανοούμενους και στους πολιτικούς τα δύο μεγάλα ρεύματα των ενωτικών και των ανθενωτικών, μ’ επικράτηση πάντα κι ως τις τελευταίες στιγμές, αυτών των τελευταίων, πού είχαν καταφέρει να προσεταιριστούν τη μεγάλη μάζα τού λαού.
Οι πιο «προοδευτικοί» διανοούμενοι, πού δεν ήταν απόλυτα προσκολλημένοι στο ανθενωτικό Πατριαρχείο άρχισαν έτσι να εγκαταλείπουν την Κωνστ/πολη, με πρώτο και καλύτερο το Γεώργιο Γεμιστό, πού πήγε να εγκατασταθεί στο Μυστρά κι εκεί να ιδρύσει τη σχολή του.
Ό Γεμιστός, ή Πλήθων, είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα Βυζαντινού λόγιου πού κυριαρχούνταν από την αρχαιολατρία, πού κήρυττε ότι ό λαός είναι Ελληνικός. Άλλα το κήρυγμα τού Γεμιστού, γραμμένο στην αρχαιοελληνική γλώσσα, δε μπορούσε να γίνει κατανοητό στο λαό,- λες κι ό σπουδαίος αυτός φιλόσοφος δεν ήθελε να απευθυνθεί στο λαό, άλλα στους λιγοστούς διανοούμενους σαν κι εκείνον, πού απ’ αυτούς περίμενε τη σωτηρία – Το παράδειγμα τού Γεμιστού -τη φυγή δηλαδή από τη φθίνουσα Αυτοκρατορία – το μιμήθηκαν και πολλοί άλλοι διανοούμενοι τού Βυζάντιου, πού κατέφυγαν στη Δύση, όπου άρχιζε κιόλας να διαφαίνεται ή αυγή της ’Αναγέννησης.
Έτσι φτάνουμε στα μισά τού 15ου αιώνα, και βλέπουμε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να έχει κιόλας καταρρεύσει. Ό Μωάμεθ ήρθε απλά να επικυρώσει αύτη την κατάρρευση, εκείνες τις μέρες τού Μάη 1453.
(β) Ό Γεννάδιος κι ή Πατριαρχική ’Ακαδημία του
Ο Μωάμεθ πού ήξερε καλά την κατάσταση πού επικρατούσε στο Βυζάντιο, και πού την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο. Προσεταιρίστηκε πρώτα από όλα τον Κλήρο, διατήρησε το Πατριαρχείο και τού παραχώρησε ακόμη περισσότερα προνόμια κι απ’ αυτά πού είχε τον καιρό των παντοκρατόρων. Έτσι ό πρώτος μετά την “Άλωση πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ήταν ό πνευματικός ηγέτης τού σκλαβωμένου Ελληνικού έθνους, πού, ωστόσο, δεν ήξερε τίποτα για την Ελληνικότητά του.
Στο σημείο αυτό υπάρχει μια τεράστια διαφωνία ανάμεσα στους σημερινούς μελετητές των Γραμμάτων στην αμέσως μετά την “Άλωση περίοδο. Ό Κ. Θ. Δημαράς, λόγου χάρη, υποστηρίζει ότι ό Γεννάδιος πρόσφερε πολλά στα γράμματα με το σχολείο πού ίδρυσε «κοντά στο Πατριαρχείο». Από την άλλη ό I. Καλλιτσουνάκης κι άλλοι, λένε για να σώσουν την ’Ορθοδοξία από την πολεμική των ’Ιησουιτών και των Παπιστών. Όταν ό Γεννάδιος Σχολάριος ‘ίδρυσε στην Πόλη την «Πατριαρχική ’Ακαδημία», ό κύριος σκοπός του ήταν να μορφώνει κληρικούς για να μπορούν να τα βγάλουν πέρα στις επιθέσεις φιλοδυτικών πού είχαν πάει στην ’Ιταλία κι έγιναν όργανα τού Πάπα». Αύτη λοιπόν ήταν ή κατάσταση στον Ελλαδικό χώρο τις πρώτες δεκαετίες μετά την “Άλωση. Τότε πολλοί ήταν οι Βυζαντινοί πού περνώντας στη Δύση, «αγωνίζονταν να πείσουν τούς σκλαβωμένους Έλληνες να προσχωρήσουν στο δόγμα της Δυτικής Εκκλησίας», – είτε γιατί έλπιζαν ότι με τη βοήθεια των Δυτικών θ’ απελευθερωθεί το σκλαβωμένο γένος, είτε γιατί ήθελαν να εξασφαλίσουν, κι αυτοί, την προσωπική τους επιβίωση κοντά στον Πάπα.
Άλλοι λόγιοι την εποχή εκείνοι με έντονη παρουσία στα γράμματα είναι ο Βησσαρίωνας ο Τραπεζούντιος και ο Ματθαίος Καρυοφύλλης και κοντά τους, πρέπει να τοποθετήσουμε κι έναν άλλο φίλο-Δυτικό λόγιο, τον Λέοντα Άλλάτιο, πού γεννήθηκε στα 1586, Χιώτης την καταγωγή, κι έγραψε στην αρχαία γλώσσα ένα πολύστιχο ποίημα τιτλοφορώντας το «Ελλάς»
Όμως, δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να πιστέψουμε ότι οι ρασοφόροι» πού είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το Πατριαρχείο και το Φανάρι, έκαναν ανενόχλητοι ότι ήθελαν με το λαό τού Ελλαδικού χώρου, καθυστερώντας την πνευματική του ανάπτυξη. Σύμφωνα με πληροφορίες πού μάς δίνει ό ’Αθανάσιος Υψηλάντης, έχουμε την ίδια εποχή και λίγο αργότερα ιεράρχες πού αποτέλεσαν εξαίρεση και πού επιδίωξαν ν’ ανακαινίσουν την ’Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένας από αυτούς είναι ο Διονύσιος Σκυλόσοφος. ο Κύριλλος Λούκαρις, ο Μελέτιος Πηγάς, κι άλλοι, όπως ό Μάξιμος Μαργούνιος, ό Γαβριήλ Σεβήρος, ό Σαμουήλ Κατζέρης κι ό δάσκαλος της Πατριαρχικής ’Ακαδημίας Θεόφιλος Κορυδαλλεύς Μεγάλο το έργο του Κορυδαλλέως – κι ανάμεσα σ’ αυτό είναι το πασίγνωστο «Επιστολάριο του», – κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα, κι αργότερα τυπωμένο, και πέρασε στο λαό, γνωρίζοντας πλατιά απήχηση. Ό Κορυδαλλεύς βρήκε και πολλούς οπαδούς και μαθητές ανάμεσα στους λόγιους τού ελλαδικού χώρου. Πολλοί από αυτούς ξεχώρισαν αργότερα για τις προοδευτικές τους ιδέες. ’Αναφέρουμε μερικούς: Παναγιώτης Νικούσιος, ’Ιωάννης Καρυοφύλλης, Ευγένιος Γιανονλης ό Αιτωλός, πού θεωρείται κι ό πιο σημαντικός απ’ όλους, τόσο για την Ελληνικότητά του όσο και για τη διδασκαλική του προσφορά στο σκλαβωμένο Γένος.
Ωστόσο μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 1600 η ποιητική τέχνη ωριμάζει στην Κρήτη. Έχουμε πλήθος έργα την περίοδο αυτή όπως Ο Ερωτοκριτος, Η Ερωφιλη, Η θυσία του Αβραάμ, Βοσκοπούλα, Ζήνωνας, Ο Γυπαρις, Κουτσουρμπος, Φουρτουνατος και αλλά. Από αυτά Ερωφιλη, Κουτσουρμπος και Γυπαρις αποδίδονται στο Γεώργιο Χορτάτζη ενώ τα άλλα θεωρούνται έργα του Βιτσέντζου Κορνάρου
(β) Τα Ελληνικά Σχολεία
Κατά τούς δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση αγραμματοσύνη είναι γενικό φαινόμενο στον ελλαδικό χώρο. Μόνο ή Πατριαρχική Ακαδημία υπάρχει στην Κωνσταντινούπολη.
Το πρώτο σχολείο πού αναφέρεται μετά την Άλωση, ιδρύθηκε στην Αθήνα, το 1647, και σ’ αυτό διδάσκονταν εκτός από «γραμματική και φιλολογία» και μερικές άλλες επιστήμες. Για το σχολείο αυτό, όπως αναφέρει ό Πολίτης, κατά τις αρχές τού 18ου αιώνα ό ιερομόναχος και λόγιος Γρηγόριος Σωτηριανός, έχτισε μεγάλο οικοδόμημα. Έναν αιώνα αργότερα, σχολεία γεμίζουν τον Ελλαδικό χώρο, άλλα και τις πόλεις τού εξωτερικού όπου υπάρχουν ανθηρές Ελληνικές παροικίες, όπως το Βουκουρέστι και το Ιάσιο, οι μεγάλες πόλεις της Ρωσίας, ή οι περιοχές κάτω από την κατοχή της Βενετίας. Τα σχολεία αυτά πού εμφανίζονταν με διάφορες ονομασίες (Μουσεία, Έλληνομουσεία, Γυμνάσια ή Ακαδημίες) ιδρύονταν αμέσως μόλις σε μια περιοχή της Ελλάδας δημιουργούνταν ένα αστικό ή βιοτεχνικό εμπορικό κέντρο: στη Λάρισα, στα Γιάννενα, στον Τύρναβο, στην Τσαρίτσανη, στα Αμπελάκια, στη Ζαγορά και στις Μηλιές τού Πηλίου, στη Δημητσάνα και στο “Άγιο Όρος (όπου άνθισε ή «Αθωνιάς Ακαδημία»), στις Σέρρες, στη Νάουσα και στη Σιάτιστα. Υπήρχαν τρία μεγάλα σχολεία στα Γιάννενα, καθώς και στο Μέτσοβο, στη Ζαγόρια, στους Καλαρρύτες και στο Συρράκο. Στη Μικρά Ασία και στα νησιά τού Αιγαίου ιδρύονται πλήθος σχολεία: στη Χίο, στην Πάτμο, στην Άνδρο, στην ‘Ύδρα, στη Νάξο, Πάρο και Μυτιλήνη.
Δεν θ’ αναφερθούμε στις σχολές της Ιταλίας, όπου διδάσκονταν «με φανατισμό» τα Ελληνικά, γιατί ίσως αυτό να οφείλονταν πιο πολύ σε προπαγανδιστικούς λόγους υπέρ τού παπισμού. Άλλα αξίζει τον κόπο ν’ αναφέρουμε εδώ τη «Φιλόμουσο και Φιλάνθρωπο Γραικική Εταιρία» πού λειτουργούσε μ’ έδρα την ’Οδησσό και τη «Φιλόμουσο Εταιρία» της Βιέννης, πού είχε δημιουργήσει παραρτήματά της στην ’Αθήνα και στο Πήλιο. Οι Εταιρίες αυτές συντηρούσαν οικονομικά πολλούς νέους υποτρόφους από την Ελλάδα. Σημαντικό πνευματικό γεγονός για τα χρόνια εκείνα είναι κι ή ίδρυση βιβλιοθηκών σε πολλά μοναστήρια και σε μεγάλες πόλεις τού Ελληνικού χώρου, όπου συσσωρεύτηκαν χειρόγραφα και βιβλία, στη διάθεση των νέων τού λαού πού ήθελαν να μορφωθούν. Στο μεταξύ, όσο διαδίδεται ή εκπαίδευση στο λαό, τόσο τούτη ή εκπαίδευση χάνει το θεολογικό της χαρακτήρα και μετατρέπεται σε καθαρά επιστημονική κι εθνική.
Πολλοί Έλληνες λόγιοι και διανοούμενοι στη Δύση αρχίζουν ν’ αποσπώνται από την επίδραση της Καθολικής Εκκλησίας, βρίσκουν ανόητες τις διαμάχες γύρω από το εκκλησιαστικό ζήτημα (θέμα πρωτείων της ’Ανατολικής ή Δυτικής ’Εκκλησίας) κι ασχολούνται περισσότερο με τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα της γνώσης. ’Ανάμεσα σε αυτούς άξιοι να μνημονευτούν εδώ είναι ό Νικόλαος Σοφιανός από την Κέρκυρα, πού έζησε χρόνια στην Ιταλία, κι έβαλε σα σκοπό του «να μορφώσει τούς Έλληνες». Ό Σοφιανός, πού θεωρείται ένας από τούς προδρόμους τού δημοτικισμού, μετάφρασε στη λαϊκή γλώσσα το «Περί παίδων αγωγής» τού Πλούταρχου και τύπωσε σε βιβλίο μια Γραμματική της Δημοτικής.
Άλλος. μεγάλος διανοούμενος της εποχής θεωρείται κι ό Φραγκίσκος Σκούφος πού γεννήθηκε στην Κρήτη, το 1644, από μικρό όμως παιδί βρέθηκε στην ’Ιταλία. “Άφησε τυπωμένα δύο βιβλία στην απλή γλώσσα και παρόλο πού είναι δυτικόφιλος δείχνει ν’ αγαπά την πατρίδα του. Μόνο πού οι ελπίδες του για την απελευθέρωση τού Ελληνικού γένους στηρίζονται στο Χριστό. Σημαντικό πάντως είναι το γεγονός ότι μιλά για Ελληνικό γένος και για απελευθέρωση, όσο κι αν δε βρήκαν απήχηση τα κηρύγματά του στο λαό της εποχής του. Μεγάλη μορφή, «μιμητής τού Σκούφου» ήταν κι ό Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714) από την Κεφαλονιά. Λαμπρός ρήτορας, μάς άφησε γραμμένους Λόγους και Διδαχές, στην απλή γλώσσα, πού πολλή εντύπωση έκαναν στην εποχή του, χωρίς όμως βαθύτερες επιδράσεις, γιατί «περίμενε και αυτός την απελευθέρωση από την Παναγιά και το Χριστό».
Ήταν λοιπόν αυτοί οι μορφωμένοι κληρικοί πού βγήκαν μέσα από το λαό, εκείνοι πού συνεργάστηκαν με την ανερχόμενη αστική τάξη, μέσα στον Ελλαδικό χώρο, στην προσπάθεια ν’ αφυπνιστεί ή εθνική Ελληνική συνείδηση, κι όχι το Πατριαρχείο.
(γ) ‘Η ανερχόμενη αστική τάξη
Ή Λογοτεχνία στο 18ο αιώνα, πού εξετάζουμε τώρα, σημείωσε νέα κατάπτωση. Οι λιγοστοί πνευματικοί δημιουργοί πού φανερώθηκαν μέσα από την τάξη των Φαναριωτών, μπορεί να έδωσαν πλούσιο έργο, μα χωρίς πνοή και δύναμη για ν’ αντέξει στο χρόνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των πιο πάνω είναι οι λόγιοι ’Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καί ό γιός του Νικόλαος Μαυροκορδάτος ο Π. Νικούσιος, και κάποιοι άλλοι Ό ’Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν Χιώτης και μαθητής τού Θεοφ. Κορυδαλλέα. Με εισήγηση τού δασκάλου του ήρθε στην Πόλη σε ηλικία 30 χρόνων, αφού σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Δύση. Στην Κωνσταντινούπολη διορίστηκε στην αρχή διερμηνέας και για ένα διάστημα δίδαξε στην Πατριαρχική ’Ακαδημία. Έγραψε πλήθος έργα, μα ή πολιτική του δραστηριότητα στάθηκε πιο σημαντική. Πήρε τον τίτλο τού «εξ απορρήτων» κατέχοντας θέση εμπιστευτικού συμβούλου πλάι στο Σουλτάνο.
Ό γιός του Νικόλαος συνέχισε την πολιτική δραστηριότητα τού πατέρα του. ’Απόκτησε κι αυτός μεγάλη μόρφωση κι έγραψε πλήθος μελέτες, ένα άλλο κείμενο πού αποτελεί την πρώτη απόπειρα συγγραφής μυθιστορήματος σε πεζό λόγο (εκδόθηκε μόλις στις αρχές τού 19ου αιώνα), και πολλούς στίχους, – όλα σε αρχαΐζουμε γλώσσα. Μόνο στα ερωτικά του ποιήματα αναγκάζεται να καταφύγει στη γλώσσα τού λαού, παίρνοντας όμως μόνο λίγες λέξεις της «κοινής», έδώ κι εκεί. Το ίδιο έκανε και στη μετάφρασή του από τα λατινικά τού πολιτικού κείμενου – Θέατρον πολιτικόν –
Οι Φαναριώτικες ωστόσο μαζί με την ανασχετική τους επίδραση, και σίγουρα δίχως να το θέλουν, υποστήριξαν πολύ τούς λόγιους της εποχής «για να τούς έχουν κράχτες», όπως λέει πολύ πετυχημένα ό Δημαράς. Έχουν ακόμη σχεδιάσει, με διάφορες μηχανορραφίες μέσα στο τούρκικο παλάτι, να κηρύξουν την ανεξαρτησία της Μολδαβίας και της Βλαχίας, και γι’ αυτό φροντίζουν να επενδύουν τον κρατικό μηχανισμό των τουρκοπατημένων αυτών περιοχών με δικά τους στελέχη.
Έτσι στην εποχή της μεγάλης δύναμης των Φαναριωτών μέσα στην κρατική μηχανή τού Σουλτάνου, κάνουν τήν εμφάνισή τους μερικοί διανοούμενοι, ποιητές και πεζογράφοι, πού κερδίζουν με τα έργα τους ένα μέρος τού λαού. ’Αναφέρουμε ενδεικτικά δυό απ’ αυτούς: το Μελέτιο Μήτρου καί τόν Καισάριο Δαπόντε. Ό πρώτος έγραψε μια «Ρητορική» και μια «Εκκλησιαστική Ιστορία», μα είναι πιότερο γνωστός για τη «Γεωγραφία του», οπού χρησιμοποίησε πολλές ξένες πηγές. Δίδαξε στα Γιάννενα και στα στερνά του έγινε επίσκοπος. Πιο πολύ ακουσμένος στην εποχή του ήταν ό Δαπόντες από τη Σκόπελο. γεννήθηκε στα 1713 στο νησί αυτό, όπου έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Νέος πήγε στην Πόλη, όπου το Φανάρι τον έστειλε να σπουδάσει με υποτροφία στην ηγεμονική Σχολή του Βουκουρεστίου. ’Απόκτησε μεγάλη επιρροή, άλλα τυχοδιωκτικός τύπος, καθώς ήταν, βρέθηκε στη φυλακή. Όλα αυτά τον απογοήτευσαν και στα 1753 αποσύρθηκε από την κοσμική ζωή, έγινε καλόγερος κι έμεινε ως το θάνατό του (1784) στο “Άγιο Όρος, όπου έγραψε Κάι το μεγαλύτερο μέρος από το πλούσιο έργο του, ποιητικό και πεζό. Κυριότερα έργα του είναι ή «Χρονογραφία» και «Ό Κατάλογος ιστορικός», όπου, κατά τη γνώμη τού Πολίτη, «μάς δίνει πληροφορίες πού έχουν ιστορικό και κοινωνικό ενδιαφέρον», Οι στίχοι του ωστόσο, είναι άτεχνοι και, παρόλο πού σε πολλά σημεία τους επικρατεί ή γλώσσα τού λαού, στο σύνολό τους αποτελούν ένα μπέρδεμα αρχαϊκής και κοινής.
Την Ίδια περίοδο Ο Άνθιμος Γαζής (Μηλιές Πηλίου, 1764 – Σύρος, 1828) συγγραφέας, χαρτογράφος και από τους σημαντικότερους διαφωτιστές, που αγωνίστηκε για την διάδοση των ευρωπαϊκών ιδεών στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στις Μηλιές του Πηλίου Σπούδασε στη γενέτειρά του, στη Ζαγορά και στην Κωνσταντινούπολη, όπου και χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης. Το 1796 έγινε εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας στη Βιέννη της Αυστρίας. Από το 1799 έως και το 1812 ανέπτυξε ιδιαίτερη συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα, εκδίδοντας έργα Ελλήνων ή ξένων συγγραφέων μεταφρασμένα από τον ίδιο. Από αυτά ξεχωρίζουν τα δικά του έργα, όπως η πεντάτομη Ελληνική Βιβλιοθήκη (1807), η οποία περιλαμβάνει βιογραφίες αρχαίων συγγραφέων, και το τρίτομο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής (1809–1816). Το 1811, με υπόδειξη του Κοραή εξέδωσε στην Βιέννη το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, το πιο αξιόλογο προεπαναστατικό έντυπο, μέσα από το οποίο σχολιάζει ο ίδιος τα φιλολογικά γεγονότα και την δημιουργία πνευματικών ευρωπαϊκών κινημάτων. Όντας άνθρωπος πνευματικής αναζήτησης, ο Γαζής επιθυμούσε να αναπτυχθεί το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα. Το 1814, σε συνεργασία με τον Καποδίστρια και άλλους σημαντικούς Έλληνες, ίδρυσε την Φιλόμουσο Εταιρεία (Βιέννης), πολιτιστική οργάνωση, η οποία είχε ουσιαστικά πολιτική χροιά. Παράλληλα, ξεκίνησε την ανέγερση στην πατρίδα του προτύπου σχολείου, εστιασμένου στις φυσικές Το 1817 επέστρεψε στις Μηλιές, όπου, μαζί με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, οργάνωσε την Σχολή. Εκεί τον συνάντησε ο Ξάνθος, ο οποίος κατάφερε να τον πείσει να μπει στην Φιλική Εταιρεία. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της, καθώς συνέβαλε στη μύηση νέων μελών και συνεννοήθηκε με ντόπιους οπλαρχηγούς, έτσι ώστε να προετοιμάσει την Επανάσταση. Το Μάιο του 1821 κήρυξε την επανάσταση στη Θεσσαλία και τη Μαγνησία και έλαβε μέρος σε όλες τις μετέπειτα μάχες στην περιοχή. Στις 7 Μαΐου 1821 εξέδωσε την διακήρυξή του με τίτλο “Προς τους λαούς της Ζαγοράς, των Φερών και της Αγυιάς”. Μεταξύ των άλλων τονίζει τη σημασία του Ρήγα και της θυσίας του και ότι ο ίδιος ο Ρήγας προΐσταται στην επαναστατημένη Θεσσαλία και ο Θούριός του θα γίνει “εγερτήριον σάλπισμα”. πέθανε το 1828 σε ηλικία 70 ετών.
(δ) Στα Εφτάνησα και στην Κρήτη
Την εποχή αυτή βλέπουμε στα Εφτάνησα και στην Κρήτη να παρουσιάζονται λόγιοι και λαϊκοί ποιητές, πού έγραψαν μερικά από τα πρώτα καλύτερα πατριωτικά ποιήματα, εκφράζοντας την εθνική συνειδητοποίηση τού λαού, πού πια είχε μπει στο σωστό της δρόμο. Πέραν του Κορνάρου και του Χορτάτση που προανέφερα, ακόμα είναι στιχουργοί όπως ό Θωμάς Δανελάκης, ό Νικόλαος Κουτούζης κι ό Μαρτελάος στα Εφτάνησα κι ό λαϊκός ποιητής της Κρήτης μπάρμπα-Παντζελιός, πού έγραψε το περίφημο τραγούδι τού Δασκαλογιάννη, εξυμνώντας τον ήρωα αρχηγό των Σφακιανών Γιάννη το Δάσκαλο, πού οργάνωσε την πρώτη σημαντική επανάσταση των Κρητών κατά των Τούρκων, την ίδια εποχή πού στην υπόλοιπη Ελλάδα οργανωνόταν ή εκστρατεία τού Ορλόφ. Μεγάλος πατριώτης και συνειδητός Έλληνας στάθηκε και Μαρτελάος πού με τούς θούριούς του ξεσήκωνε το λαό της Ζάκυνθος, τόσο κατά των ξένων κατακτητών τού νησιού, όσο και κατά των αριστοκρατών πού συνεργάζονταν μαζί τους.
Πριν προχωρήσουμε όμως στον πεζογραφικό χώρο, αξίζει ν’ αναφέρουμε αιδώ και την πρώτη απόπειρα για έκδοση Ποιητικής Ανθολογίας, πού έγινε από το Φλαγγινειανό Μουσείο τής Φλωρεντίας, – μια ελληνική σχολή στην πόλη αυτή. Στην έκδοση αύτη με τον τίτλο «Άνθη Ευλαβείας», περιλήφθηκαν λιγοστά θρησκευτικά σονέτα γραμμένα από μαθητές της σχολής, χωρίς μεγάλη λογοτεχνική αξία. Σαν πεζογράφο, αξιόλογο και δημοτικιστή, έχουμε κιόλας αναφέρει τον Ηλία Μηνιάτη. Άλλα ανάμεσα στους πρώτους δημοτικιστές πού ανάπτυξαν πνευματική δράση στα Εφτάνησα, μέσα στο 18ο αιώνα, έχουμε κι άλλα ονόματα: τον ζωγράφο και συγγραφέα Παναγιώτη Δοξαρά, μεταφράζοντας κείμενα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, και γράφοντας το βιβλίο του «Περί ζωγραφίας» πού στάθηκε πολύτιμο βοήθημα για τούς ζωγράφους της εποχής κι αργότερα. Τον Κεφαλλονίτη Βικέντιο Δαμωδό, πού έγραψε σε απλή γλώσσα, μια «Λογική» και μια «Ρητορική», βιβλία πού τυπώθηκαν στη Βενετία το 1759, εφτά χρόνια μετά το θάνατό του.
Ακόμα ένας αξιολογότατος διδάσκαλος της εποχής ήταν και ο Ευγένιος Βούλγαρης, Κερκυραίος, πού δίδαξε στα Γιάννενα και πού οι φιλελεύθερες ιδέες του προκάλεσαν αναταραχή. Για ένα διάστημα ό Βούλγαρης δίδαξε και στην Άθωνιάδα Σχολή, σαν διευθυντής της, μα παρόλο πού ό ίδιος έγραφε τα έργα του στην άρχαίζουσα γλώσσα, ήρθε σε σύγκρουση με τούς ελληνιστές της σχολής.. Ξέρουμε για τον Βούλγαρη ότι είχε μια πολύ πλούσια βιβλιοθήκη, ότι ήξερε θαυμάσια τα λατινικά κι ότι είχε γράψει «περί τα είκοσι συγγράμματα». Ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα του θεωρείται το «Περί Μουσικής», πού τυπώθηκε στα 1868, ενώ είχε γραφτεί στη δεκαετία τού 1780-1790. Στη μελέτη του αυτή διατυπώνει νέες ιδέες κι υποστηρίζει ότι ή μουσική έχει επίδραση πάνω στην ανθρώπινη εργασία, – μια θεωρία πού αναγνωρίστηκε σαν αληθινή, εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα! ‘Ωστόσο, ή ιδιοφυία τού Βούλγαρη δε στάθηκε ικανή να δει μερικές άπλες αλήθειες: την αμάθεια πού επικρατούσε ανάμεσα στις πλατιές μάζες του λαού, πού είχαν ανάγκη από καθοδήγηση και την ανάγκη να κυκλοφορήσουν βιβλία και συγγράμματα στη λαϊκή γλώσσα. Έτσι έμεινε μακριά από το φυσικό κοινό του, κι οί αγώνες του στάθηκαν στείροι για την εποχή του. Μαθητής του Βούλγαρη υπήρξε ό Νικηφόρος Θεοτόκης από την Κέρκυρα. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ’Ιταλία (σπούδασε φυσικά και μαθηματικά) πήγε στην Κωνσταντινούπολη, στα 1765 για να διδάξει, προσκαλεσμένος του Πατριάρχη Σαμουήλ Χατζερή. Άλλα οί Φαναριώτες δεν τον άφησαν να εργαστεί σωστά και όπως ήθελε. Οι Φαναριώτες καταπολέμησαν μ’ όλα τα μέσα την εξάπλωση των θετικών επιστημών στο λαό, πού τις θεωρούσαν «αντιχριστιανικές». Ό Θεοτόκης φεύγοντας απ’ την Πόλη πήγε στη Λειψία, όπου τύπωσε τα έργα πού είχε στο μεταξύ γράψει κι εργάστηκε για λίγο στην εκεί ανώτερη Ελληνική Σχολή, διδάσκοντας Φυσική. Στα 1778 έφυγε για τη Ρωσία κι έγινε επίσκοπος Χερσώνας παίρνοντας την έδρα πού κατείχε ό Ευγένιος Βούλγαρης.
‘Ωστόσο, όσο σπουδαίοι κι αν στάθηκαν οι πεζογράφοι αυτοί τού 18ου αιώνα, το έργο τους έμεινε μακριά απ’ το λαό, – τόσο γιατί τα βιβλία τους γράφονταν στην αρχαίζουσα γλώσσα, όσο και γιατί στοίχιζαν πολλά χρήματα, έτσι πού δεν μπορούσαν να τα προμηθευτούν οι φτωχοί Έλληνες
Την εποχή αυτή ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1748 – και πέθανε στο Παρίσι το 1833. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εκμάθηση ευρωπαϊκών γλωσσών. Το 1772 κατόρθωσε να φύγει στο Μομπελιέ της Γαλλίας για σπουδές ιατρικής τις ολοκλήρωσε το 1787. Εκεί μυήθηκε στο πνεύμα του γαλλικού Διαφωτισμού και αφοσιώθηκε στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γραμματείας. Από το 1788 και ως το τέλος της ζωής του έζησε στο Παρίσι και έζησε από κοντά τη Γαλλική Επανάσταση, τα γεγονότα της οποίας επηρέασαν καθοριστικά τη σκέψη του. Ανέπτυξε φιλογαλλική δράση, μετέφρασε τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και άλλα φιλελεύθερα νομικά και πολιτικά κείμενα. Το ενδιαφέρον του για την πολιτική κατάσταση στο νέο ελληνικό κράτος, αν και από απόσταση, τον συντρόφεψε ως τα τελευταία χρόνια του, οπότε τήρησε πολεμική στάση έναντι της διακυβέρνησης του Καποδίστρια. Παράλληλα ο Κοραής εξελίχθηκε σε κεντρική μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εμβαθύνοντας περισσότερο στις φιλολογικές και γλωσσολογικές μελέτες και διευρύνοντας τον κύκλο των γνωριμιών του με Γάλλους και Ελληνες ομογενείς. Στις αρχές του 19ου αιώνα οδηγήθηκε σταδιακά στη διαμόρφωση μιας θεωρίας για το νεοελληνικό γλωσσικό ζήτημα, γνωστής ως θεωρία της «μέσης οδού», η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς και είχε ποικίλες επιπτώσεις στη μετέπειτα εξέλιξη της νεοελληνικής γλώσσας και γραμματείας. Στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται με το όψιμο αφηγηματικού χαρακτήρα κείμενό του Ο Παπατρέχας, τυπικό δείγμα απόπειρας συγγραφής με διδακτικό διαφωτιστικό στόχο.
(ε) Η ποίηση στην εποχή του Διαφωτισμού: Φαναριώτες, «πρόδρομοι» και Επτανήσιοι
Το τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του νεοελληνικού διαφωτισμού Κεντρικές προσωπικότητες όμως είναι οι λεγόμενοι «πρόδρομοι», ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Ρήγας Φεραίος και ο Ιωάννης Βηλαράς. Στο κλίμα των Φαναριωτών κινούνται ποιητές όπως ο Διονύσιος Φωτεινός (1777-1821), με γνωστότερο έργο του μία μεταγραφή του Ερωτόκριτου σύμφωνα με τις γλωσσικές και αισθητικές αντιλήψεις των φαναριωτών, ο Μιχαήλ Περδικάρης (1766-1828), που έγραψε την σκληρή σάτιρα Ερμήλος (1817), στην οποία ελέγχει αυστηρά τόσο τους κληρικούς όσο και τους αστούς υποστηρικτές των νέων ιδεών, και ο Γεώργιος Σακελλάριος (1765-1838), που αξίζει να μνημονεύεται γιατί είναι από τους εισηγητές του προρομαντισμού στην Ελλάδα. Εμπνευσμένοι από τις ιδέες του διαφωτισμού είχαν στόχο τον φωτισμό του γένους και με πλούσιο πρωτότυπο και μεταφραστικό έργο στην δημοτική γλώσσα επιδίωξαν την πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού. Ο Ρήγας μετέφρασε λογοτεχνικά και επιστημονικά έργα και μετέφρασε ελεύθερα κάποια διηγήματα του Γάλλου Rétif de la Bretonne στο έργο του – Σχολείον των ντελικάτων εραστών -, στο οποίο ενσωμάτωσε πολλά φαναριώτικά ποιήματα. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος εξέδωσε το 1811 την συλλογή ποιημάτων Λυρικά, με ερωτικό, αρκαδικό και βακχικό περιεχόμενο, για τα οποία χαρακτηρίστηκε «ο νέος Ανακρέων». Λυρικά ποιήματα πιο κοντά στην δημοτική γλώσσα καθώς και σατιρικά έγραψε και ο Ιωάννης Βηλαράς, τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Ο Βηλαράς αξίζει βέβαια να μνημονεύεται και για την μαχητική υπεράσπιση της δημοτικής και για τις 8 πρωτοποριακές ιδέες του, όπως αυτή της καθιέρωσης της φωνητικής ορθογραφίας, τις οποίες υποστήριξε στο βιβλίο του Ρομέηκη γλόσα (1815).
Στα τέλη του 18ου αι. παρατηρείται ακμή της ποίησης στην Ζάκυνθο και οι ποιητές της περιόδου χαρακτηρίζονται προσολωμικοί επειδή θεωρείται ότι με το έργο τους διαμόρφωσαν τις κατάλληλες συνθήκες για την πνευματική ανάπτυξη και την μελλοντική εμφάνιση και διαμόρφωση της επτανησιακής σχολής. Η ποίηση αυτή είναι κυρίως πατριωτική και σατιρική. Τα σημαντικότερα έργα είναι οι Θούριοι του Αντώνιου Μαρτελάου και
του Νικόλαου Κούρτσολα και οι σάτιρες του Αντώνιου Κατήφορου και Νικολάου Κουτούζη.
Το μεγάλο γεγονός της Επανάστασης του 1821 επηρέασε σημαντικά τη λογοτεχνία των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μέσα στην δεκαετία του 1820 γράφτηκαν τα πρώτα ποιήματα με θέμα την Επανάσταση από δύο Επτανήσιους ποιητές, τον Σολωμό (Ύμνος εις την Ελευθερίαν, 1823) και τον Κάλβο (Λύρα, 1824, Λυρικά, 1826). Η Επανάσταση αποτελούσε βασικό θέμα και στα ποιήματα των Αθηναίων ποιητών καθώς και σε αρκετά πεζογραφικά έργα των πρώτων χρόνων της περιόδου. Μετά την ίδρυση του πρώτου Ελληνικού Κράτους (1831) και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα (1833), πολλοί Έλληνες που ζούσαν σε χώρες της Ευρώπης επέστρεψαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Μεταξύ αυτών ήταν και αρκετοί λόγιοι, οι Φαναριώτες, που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και κατείχαν υψηλές θέσεις στην διοικητική ιεραρχία του Οθωμανικού κράτους και τώρα έρχονταν στην Ελλάδα για να βοηθήσουν στην πνευματική και πολιτική ανασυγκρότηση του νέου κράτους.
Οι Φαναριώτες, επειδή διέθεταν πείρα στη διοικητική και διπλωματική γραφειοκρατία, κατέλαβαν τις πιο υπεύθυνες κρατικές θέσεις στο νεοσύστατο κράτος. Ταυτόχρονα, ως φορείς παιδείας πρωτοστάτησαν στην πνευματική ανασυγκρότηση, δημιουργώντας την Αθηναϊκή Σχολή, την πρώτη λογοτεχνική σχολή του πρώτου ελεύθερου Ελληνικού κράτους.