Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ
Σωτήρης Νικολακοπουλος
Αρθρο στο Περιοδικο “ΕΥΛΟΓΟΝ”
Α. Γενικά
Η «Γυναίκα της Ζάκυνθος» είναι ένα από τα πιο αινιγματικά κείμενα του Σολωμού. Δεν έχει το δεύτερό του στο Σολωμικό έργο, το οποίο είναι καθολικώς ποιητικό, αν εξαιρέσουμε τον «Διάλογο» και κάποια νεανικά ευκαιριακά κείμενα γραμμένα στα ιταλικά. Για τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» ερίζουν όλοι όσοι ασχοληθήκαν με αυτό. Έως σήμερα η ειδολογική ταυτότητα του κειμένου εκκρεμεί. Δεν πρόκειται, βέβαια, ποτέ να βρεθεί άκρη με τέτοιες απορίες. Γιατί, ίσως, το κείμενο να γράφτηκε σε μια ιδιαίτερη στιγμή αναζήτησης και φαντασιακής έξαρσης του Σολωμού, κατά την οποία τα υπάρχοντα και καθιερωμένα λογοτεχνικά είδη αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στον δυναμισμό της πρόθεσής του.
Κάτι τέτοιο δεν είναι ασυνήθιστο για έναν ποιητή με ρομαντική στόφα, που συνομιλεί εντατικά με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία της εποχής του, και ιδιαίτερα με εκείνο το κίνημα που συχνά ξεπέρασε τα όρια των ειδών ή αμφισβήτησε την αυστηρή διάκρισή τους. Η «Γυναίκα της Ζάκυνθος» αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την άσκηση του Σολωμού σε μια γραφή όχι μεικτή αλλά ιδιωματική. Μεικτή γραφή σημαίνει ανάμειξη των ειδών, ιδιωματική σημαίνει πορεία προς το άγνωστο, προς έναν λόγο που δεν υπάρχει εκ των προτέρων, αλλά δημιουργείται τη στιγμή της αποτύπωσής του.
Πολλές λογοτεχνικές συμβάσεις της εποχής μπορεί να παρεισφρέουν σε αυτή την αγωνιώδη ιχνηλασία, στο τέλος, όμως, αυτό που κυριαρχεί δεν είναι ο κοινός λόγος ή ο συνδυασμός διαφορετικών ειδών, αλλά η ανάδυση μιας γραφής που αναδεικνύει τη μοναδικότητα της παρέκκλισης. Η απορία δεν συνοδεύει τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» ως συνέπεια, αλλά ως ουσιώδες συστατικό της μορφής του λόγου. Λέγοντας ότι το κείμενο αυτό είναι ακόμη (και θα παραμείνει) αίνιγμα, δεν κυρώνουμε μια υπεκφυγή, απλώς βεβαιώνουμε τη διαφεύγουσα εξαίρεση ως λογοτεχνικό είδος. Επομένως, είναι άκρως επισφαλές να μιλάμε για διλήμματα όπως: ποίημα ή πεζό, εφιαλτική σάτιρα ή προφητική αφήγηση, βιβλική προσομοίωση ή ρομαντικό πεζό ποίημα. Η «Γυναίκα της Ζάκυνθος» παραμένει κείμενο που εγείρει πάντοτε το ερώτημα για τη μορφή της γραφής του.
- B. Δημιουργία του έργου
Ο Σολωμός άρχισε να καταπιάνεται με το έργο το 1826 στη Ζάκυνθο (κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου) και ολοκλήρωσε την πρώτη γραφή το 1829, έναν χρόνο μετά την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα. Τότε καθαρόγραψε το κείμενο σε ένα τετράδιο, γνωστό ως τετράδιο Ζακύνθου, αρ. 13. Ταυτόχρονα, ή αμέσως μετά, ή αργότερα (καμιά από τις πιθανότητες δεν μπορεί να αποκλειστεί με απόλυτη βεβαιότητα) το επεξεργάζεται, γράφοντας ανάμεσα στις γραμμές (διάστιχα) ή στο περιθώριο. Η δεύτερη αυτή επεξεργασία γίνεται από το 1829 έως το 1833. Οι προσθήκες, οι διαγραφές, οι παραλλαγές και γενικά οι παρεμβάσεις στο αρχικό κείμενο είναι εκτεταμένες και βάζουν σε δεινή δοκιμασία τον εκδότη.
Στο έργο επανέρχεται ο ποιητής το 1833, αυτή τη φορά όχι για να το βελτιώσει, αλλά για να το αναμορφώσει και να μεταβάλει τον γενικό προσανατολισμό. Η προσπάθεια είναι αποτυχημένη, η επεξεργασία λειψή και αδιέξοδη· το εγχείρημα εγκαταλείπεται πριν καλά καλά αρχίσει. Η απόπειρα παρ’ όλα αυτά αποτυπώνεται σε σπασμωδικά σχεδιάσματα και βιαστικούς στοχασμούς. Ο ποιητής φαίνεται να επιθυμούσε τη ριζική ανατροπή του έργου, επηρεασμένος, όπως ισχυρίζονται οι ειδήμονες, από την έναρξη της διαβόητης οικογενειακής δίκης το 1833. Στην παράδοση του κειμένου γίνεται φανερό ότι η κύρια, ουσιαστική και πληρέστερη εκδοχή είναι η πρώτη. Σε αυτήν προστίθενται οι μετέπειτα επεμβάσεις και η τελευταία άδοξη αναθεώρηση.
Απαγγελια του 3ου κεφαλαίου
Γ. Εκδοτικές Προσπάθειες
Τα κυριότερα προβλήματα που έχει να επιλύσει ο μελετητής είναι: ο τίτλος του έργου, το γραμματολογικό είδος στο οποίο ανήκει και η αποκατάσταση του κειμένου με βάση τα χειρόγραφα. Γνωρίζουμε ότι ο τίτλος δεν δόθηκε από τον ποιητή αλλά από τον Καιροφύλα το 1927, στην πρώτη έκδοση του κειμένου. Επικράτησε, όμως, και έτσι μονιμοποιήθηκε στη συνείδηση των αναγνωστών έως σήμερα. Ορισμένοι νεότεροι εκδότες (Σαββίδης, Τσαντσάνογλου) προσθέτουν στον τίτλο και την καταγραφή του ποιητή στα αυτόγραφα «Όραμα του Διονύσιου Ιερομόναχου, εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου».
Ο Πολυλάς δεν περιέλαβε τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» στα Ευρισκόμενα, γιατί αντέδρασε ο αδελφός του ποιητή, προφανώς για να μην συσχετιστεί το έργο με πρόσωπο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος. Το 1944 ο Πολίτης εξέδωσε το κείμενο αυτόνομα, με φιλολογική νηφαλιότητα, χρησιμοποιώντας το αντίγραφο Πολυλά. Αυτή είναι και η πρώτη σοβαρή και τεκμηριωμένη έκδοση του κειμένου.
Γραμματολογικά το κείμενο έχει χαρακτηριστεί ως πεζογράφημα, αφήγημα, ιδιόρρυθμο πεζό με ποιητικά στοιχεία, δραματική σάτιρα, πρωτοποριακή μορφή πεζού αφηγηματικού λόγου και τα παρόμοια. Το βέβαιο είναι ότι, έως σήμερα, κανείς χαρακτηρισμός δεν επικράτησε ευρέως και το κείμενο εξακολουθεί να παραμένει γραμματολογικά αιωρούμενο και υφολογικά αινιγματικό. Άλλωστε, η ίδια η μορφή του κειμένου είναι ασταθής και η πλοκή του χασματική. Ο ποιητής δεν το ολοκλήρωσε ποτέ (άρα θεωρείται ημιτελές) και σώζεται σε μία, δύο ή τρεις εκδοχές ανάλογα με τη θεώρηση του κάθε εκδότη.
Οι περισσότεροι εκδότες του έργου τροποποίησαν την αρίθμηση των κεφαλαίων, προσάρμοσαν στα σύγχρονα δεδομένα τη φωνητική ορθογραφία του ποιητή και την ανορθόδοξη στίξη, τοποθέτησαν (όταν δεν εξοβέλισαν) τους ελληνοϊταλικούς στοχασμούς και τα σχεδιάσματα στις σημειώσεις ή σε παραρτήματα, απέκλεισαν το A’ Σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», που παρεισφρέει στο αυτόγραφο, και στήριξαν την εκδοτική τους πρόταση ή δοκιμή στο πρώτο καθαρογραμμένο κείμενο, χρησιμοποιώντας βοηθητικά τις μετέπειτα παραλλαγές.
Έτσι εργάστηκαν, λίγο πολύ, οι Πολίτης, Σαββίδης και Αλεξίου. Παρά τα πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα, προχώρησαν με κριτήριο την προοπτική ενός κειμένου που παραδίδεται σε κατάσταση ρευστή. Δεν ακολουθούν τη θεωρία των σταδίων που υποστηρίζει την ύπαρξη τριών χωριστών κειμένων, αλλά τη θεωρία ότι το αρχικό κείμενο πρέπει να εκδοθεί αυτούσιο και να χρησιμοποιηθούν οι μεταγενέστερες παρεμβάσεις του ποιητή για να βελτιωθεί η πληρότητά του και να εξαλειφθούν κάποια από τα σοβαρά κενά του. Αναμφίβολα υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσά τους, η εκδοτική γραμμή όμως είναι σταθερά προσανατολισμένη προς τη σύνθεση ενός όσο το δυνατόν δομημένου κειμένου, απαλλαγμένου από τις εγγενείς αδυναμίες του Σολωμικού χειρογράφου.
Δ. Περιγραφή του Έργου
Τόπος της αφήγησης είναι η Ζάκυνθος και χρόνος το 1826 (όταν οι Τούρκοι πολιορκούν το Μεσολόγγι). Ο αφηγητής, του συγγραφικού υποκειμένου, είναι ιερομόναχος, άνθρωπος απλός και θεοσεβούμενος, που παρακολουθεί άναυδος όσα συμβαίνουν γύρω του και βλέπει διδακτικά οράματα. Ο τόνος της φωνής του είναι βαρύς και η αφήγησή του συχνά αλληγορική. Το έργο συντίθεται από δύο διαπλεκόμενα θέματα: τη σκληρή και ανήθικη συμπεριφορά της Γυναίκας και τη δύσκολη ζωή των γυναικών του Μεσολογγιού που βιώνουν την προσφυγιά και τη ζητιανιά στο νησί που κατάφυγαν για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος περιγράφει με απροκάλυπτη απέχθεια τον χαρακτήρα της Γυναίκας της Ζάκυνθος και στιγματίζει τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται τις Μεσολογγίτισσες. Μιλά για τη μοχθηρή ψυχή της και για το αβυσσαλέο μίσος της απέναντι στην Επανάσταση. Ταυτόχρονα οραματίζεται και τη μελλοντική τιμωρία της. Στη δεύτερη επεξεργασία ο Σολωμός σχεδίαζε ανάμεσα στα άλλα να αναπτύξει και το θέμα της αναστάτωσης που έφεραν στον λαό της Ζακύνθου τα νέα για την πορεία της Επανάστασης. Στην τρίτη επεξεργασία σχεδίαζε να ανατρέψει τελείως την υπόθεση με την εμφάνιση του Διαβόλου, του οποίου όργανο είναι η μισητή Γυναίκα, και να διευρύνει την προοπτική, έτσι ώστε η αφήγηση να εστιάζει σε μια γενικότερη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό. Αυτά και άλλα σχεδιάσματα δεν κατέληξαν ποτέ σε μια, έστω πρωτογενή, μορφή μετουσίωσης, αλλά έμειναν αιωρούμενα ανάμεσα στις ιταλικές σημειώσεις και σε λίγους ξεμοναχιασμένους ελληνικούς στίχους.
Το πεζό έργο του Δ. Σολωμού ‘Η γυναίκα της Ζάκυνθος ’ αναφέρεται στην περίοδο πολιορκίας του Μεσολογγίου και συγκεκριμένα λίγο πριν την πτώση του. Από αυτό μπορούμε να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες όσον αφορά την κοινωνική θέση των γυναικών και τις διαφορές που τις χαρακτηρίζουν ανάλογα με τον τόπο καταγωγής και τις συνθήκες ζωής τους.
Αρχικά παρουσιάζονται οι Μεσολογγίτισσες, οι οποίες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Ζάκυνθο, ενώ τα αρσενικά μέλη των οικογενειών τους πολεμούσαν. Αλλά κι αυτές δεν έμεναν άπραγες. Συνέβαλλαν στον αγώνα των Μεσολογγιτών αφήνοντας με τον καιρό την υπερηφάνεια τους και βγαίνοντας στο δρόμο να ζητιανέψουν έτσι ώστε να μπορέσουν να στείλουν χρήματα, τρόφιμα κι άλλα είδη πρώτης ανάγκης στους αγωνιστές. Συνεπώς, η γυναίκα εκείνης της εποχής, αν και συνήθως δεν συμμετείχε ενεργά στη μάχη, ξεχνούσε την περηφάνια της μπροστά στην αγάπη για την οικογένεια και την πατρίδα και τα θυσίαζε όλα. Επιπλέον, τηρούσαν την αξιοπρέπεια τους ακόμα και όταν ζητιάνευαν, δείχνοντας έτσι την πίστη τους σε αξίες και ιδανικά. Και ο κόσμος, όμως, συμπεριφερόταν με σεβασμό προς αυτές και τον αγώνα τους, προσφέροντας ότι είχε στη διάθεση του ο καθένας.
Απαγγελία του 4ου κεφαλαίου
Από την άλλη, η γυναίκα της Ζάκυνθος ασχολείται με τον καλλωπισμό της κόρης επιδεικνύοντας ένα είδος αδιαφορίας για τα υπόλοιπα γεγονότα στον κόσμο γύρω της. Από τα λόγια της φαίνεται πως πρωταρχικός στόχος για μια γυναίκα, από την παιδική της ηλικία ακόμα, είναι ο γάμος, ο οποίος συνοδεύεται από την διατήρηση της εξωτερικής ομορφιάς. Ακόμα, δείχνει μια ψεύτικη θεοσέβεια, η οποία αναιρείται στο διάλογο με τις Μεσολογγίτισσες. Βλέποντας τις Μεσολογγίτισσες, αποκτά μία εχθρική στάση και ξεκινά με κατηγορίες πως ήρθαν να την διατάξουν και να της αντιμιλήσουν. Συνεχίζει υποστηρίζοντας πως οι Τούρκοι τους φέρθηκαν πολύ καλά κι αυτοί τους πρόδωσαν εναντιώνοντας τους για να απελευθερωθούν. Έτσι, φαίνεται και η πλευρά Ελλήνων που είχαν φιλοτουρκικά αισθήματα την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ήταν αντίθετοι στον αγώνα. Στη συνέχεια, βλέπουμε τη γυναίκα της Ζάκυνθος να κατηγορεί τους Μεσολογγίτες για αχαριστία απέναντι στους Ζακυθινούς, που θα τους προσφέρουν τροφή μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Από αυτά, είναι προφανής καταρχάς η χαιρεκακία της για την επικείμενη πτώση του Μεσολογγίου και η απαξίωση για τον αγώνα αυτό. Τέλος, διώχνει τις Μεσολογγίτισσες με την πρόφαση πως έχει δουλειές να κάνει, χωρίς να τηρήσει κανένα τυπικό φιλοξενίας.
Έτσι, από την μία είναι οι γυναίκες τους Μεσολογγίου που αφήνουν τα πάντα στην άκρη προκειμένου να συνεισφέρουν στον αγώνα εξαιτίας της αγάπη τους για την πατρίδα και την οικογένεια, ενώ από την άλλη είναι η γυναίκα της Ζάκυνθος, ρηχή, χωρίς ενδιαφέρον για τα κοινά και με φιλοτουρκικά αισθήματα να αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι του τότε Ελληνισμού που ήταν ενάντια στον αγώνα
Απαγγελία του 5ου κεφαλαίου
Ε. Επίλογος
Τέλος ορισμένοι μελετητές συσχέτισαν το έργο με τη, στα λατινικά γραμμένη, Υπερκάλυψη του Oύγκο Φώσκολο, καθώς και με τον Άγνωστο του 1789. Ο συσχετισμός ωστόσο δεν επιλύει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα του σολωμικού έργου, απλώς εντοπίζει κάποιες ομοιότητες ή παραλληλίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμπωματικές. Αντίθετα, η «Γυναίκα της Ζάκυνθος», στην τρίτη επεξεργασία της, είναι άμεσα συνδεδεμένη με μια άλλη απόπειρα του Σολωμού, να διακωμωδήσει και να στηλιτεύσει πρόσωπα που αναμείχτηκαν στην οικογενειακή δίκη. Πρόκειται για το ημιτελές σατιρικό ποίημα του 1833, γνωστό και ως «Η Τρίχα». Γλωσσικά η «Γυναίκα της Ζάκυνθος» είναι ένα από τα πιο ώριμα και προσεγμένα κείμενα του Σολωμού. Παρά τους Ζακυνθινούς ιδιωματισμούς, η γλώσσα του Ιερομόναχου είναι πολύ κοντά σε μια ρέουσα και στιβαρή δημοτική.
Πηγές:
. Η Γυναίκα της Ζάκυνθος Δ. Σολωμου Εκδ. Ίκαρος .
. Άπαντα Σολωμου Εκδ. Πέλλα
. Διον. Σολωμος Εκδ. Πάπυρος
. INTERNET.
. Εγκυκλοπαίδεια Λογοτεχνών Εκδ. Παγουλατου
.