10. Α’ και Νέα Αθηναϊκή Σχόλη Ποίησης

Σωτηρης Νικολακοπουλος

Διάλεξη στις 22/2/2016 στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών

Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι

  1. 1830 – 1880 Α. Αθηναϊκή Σχολή

Μετά την ίδρυση του πρώτου Ελληνικού Κράτους (1831) και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα (1833), πολλοί Έλληνες που ζούσαν σε χώρες της Ευρώπης επέστρεψαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Μεταξύ αυτών ήταν και αρκετοί λόγιοι, οι Φαναριώτες, που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και κατείχαν υψηλές θέσεις στην διοικητική ιεραρχία του Οθωμανικού κράτους και τώρα έρχονταν στην Ελλάδα για να βοηθήσουν στην πνευματική και πολιτική ανασυγκρότηση του νέου κράτους. Οι Φαναριώτες, επειδή διέθεταν πείρα στη διοικητική και διπλωματική γραφειοκρατία, κατέλαβαν τις πιο υπεύθυνες κρατικές θέσεις στο νεοσύστατο κράτος. Ταυτόχρονα, ως φορείς παιδείας πρωτοστάτησαν στην πνευματική ανασυγκρότηση, δημιουργώντας την Αθηναϊκή Σχολή, την πρώτη λογοτεχνική σχολή του πρώτου ελεύθερου ελληνικού κράτους. Κοινά χαρακτηριστικά των Φαναριωτών ήταν η γαλλική τους παιδεία, η λόγια γλώσσα που γράφουν (καθαρεύουσα) και οι έντονες επιδράσεις που δέχτηκαν από τους Eυρωπαίους και ειδικότερα τους Γάλλους ρομαντικούς συγγραφείς. Γι’  αυτόν το λόγο και η Αθηναϊκή Σχολή ονομάστηκε από τη φιλολογική κριτική και Ρομαντική Σχολή των Αθηνών γιατί ακριβώς αντιπροσωπεύει την ελληνική εκδοχή του Ρομαντισμού.

Ο Ρομαντισμός ήταν ένα πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα το οποίο εμφανίστηκε στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία από τα τέλη του 18ου έως και τα μέσα του 19ου αιώνα ως αντίδραση στον κλασικισμό και τον ορθολογισμό των προηγούμενων αιώνων. Ο Ρομαντισμός επηρέασε όλες τις τέχνες αλλά και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, γι’ αυτό εκτός των άλλων δηλώνει και μια στάση ζωής. Έδωσε έμφαση στο ρόλο του συναισθήματος, της φαντασίας, του αυθορμητισμού, του συγκινησιακού και του ονειρικού στοιχείου. Τα θέματά του είναι κυρίως η φύση, η περιπέτεια, η ελευθερία, ο έρωτας, ο ηρωισμός κ. α.  Οι ρομαντικοί κηρύσσουν την επιστροφή στις ρίζες των λαϊκών πολιτισμών. Αντί να μιμούνται δηλαδή τον ΄Ομηρο και τους αρχαίους τραγικούς τώρα οι συγγραφείς επιδίωκαν να έχουν πρότυπο τον Σαίξπηρ και τον Βύρωνα. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε σχεδόν την ίδια εποχή που επικράτησε στη Γαλλία και κυριάρχησε στην ελληνική ποίηση για πενήντα ολόκληρα χρόνια.  Αν και οι επιδράσεις από το ρομαντικό κίνημα της Ευρώπης στους Έλληνες λογοτέχνες ήταν αρκετά μεγάλες, σε κρίσιμα ζητήματα όπως αυτό της γλώσσας δεν υιοθετήθηκαν λύσεις που ήδη στην Ευρώπη ήταν αυτονόητες. Η χρήση της καθαρεύουσας, μιας ψυχρής και χωρίς ζωντάνια γλώσσας, στη λογοτεχνία επί παραδείγματι εξασθενούσε τις όποιες άλλες αρετές στα έργα των Eλλήνων ρομαντικών και τα καθιστούσε μη ελκυστικά για το μέσο αναγνώστη.

Ορόσημο για την εμφάνιση του ρομαντισμού της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής είναι το 1831, έτος δημοσίευσης των ποιημάτων Ο Οδοιπόρος του Παναγιώτη Σούτσου και Δήμος και Ελένη του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Τα χρόνια ως το 1850 ονομάζονται «τα χρόνια της εξόρμησης». Είναι η περίοδος στην οποία οι ποιητές προσπαθούν να διαμορφώσουν την φυσιογνωμία τους· η Επανάσταση είναι το βασικό γεγονός που τροφοδοτεί την ποίηση, οι λογοτέχνες αναζητούν εκφραστικούς τρόπους και χρησιμοποιούν ακόμα και την δημοτική (ή μία μορφή που την προσεγγίζει) και την καθαρεύουσα.

Τα χρόνια 18501870 είναι τα χρόνια της ακμής.. Τα χρόνια αυτά σηματοδοτούνται από την κυριαρχία των Ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και την στροφή προς τον αρχαϊσμό, ενώ γίνονται όλο και πιο έντονα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του Αθηναϊκού ρομαντισμού (ατημέλητη μορφή, υπερβολική μελαγχολία, στόμφος και ρητορισμός) τα οποία φτάνουν σε ακραίες μορφές (ακυρολεξία, θανατολαγνεία) κατά την τελευταία περίοδο, της παρακμής (18701880), όταν έχουν πεθάνει οι κυριότεροι εκπρόσωποι, έχουν παρακμάσει οι Ποιητικοί διαγωνισμοί και κυριαρχεί η μορφή του Αχιλλέα Παράσχου.

Γενικά χαρακτηριστικά

Αυστηρή καθαρεύουσα, χρήση δημοτικής κυρίως σε πατριωτικά ποιήματα που απευθύνονταν στον λαό

  • έμπνευση από τον γαλλικό ρομαντισμό και τον Μπάϋρον
  • επιδράσεις της φαναριώτικης στιχουργίας
  • επιφανειακή μίμηση του δημοτικού τραγουδιού, στα πατριωτικά κυρίως ποιήματα
  • ατημελησία μορφής, φλυαρία, ρητορισμός, ακυρολεξία
  • ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία (δεκαετία της παρακμής), έντονη απαισιοδοξία και πεισιθάνατη διάθεση (Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος)

Άλλα Χαρακτηριστικά

Πατριωτικά ποιήματα, με θέματα από την Ελληνική Επανάσταση

  • ερωτικά, μελαγχολικά και απαισιόδοξα ποιήματα
  • σατιρικά ποιήματα (κυρίως οι Αλέξανδρος Σούτσος και Θεόδωρος Ορφανίδης)           Ο Ελληνικός Ρομαντισμός κινήθηκε κυρίως στο χώρο της ποίησης και  κυριότεροι εκπρόσωποι ήταν οι

Παναγιώτης Σούτσος

Αλέξανδρος Σούτσος

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος

Σπυρίδων Βασιλειάδης

Θεόδωρος Ορφανίδης

Γεώργιος Ζαλοκώστας

Ιωάννης Καρασούτσας

Ηλίας Τανταλίδης

Δημοσθένης Βαλαβάνης

Αχιλλέας Παράσχος

Αθηναϊκός κλασικορομαντισμός  (1830-1850)

– Γενικά:

α. Μεταστροφή από ρομαντισμό σε μια γλωσσικά και ιδεολογικά συντηρητική λογοτεχνία κλασικιστικής αντίληψης.
β. Μεγαλύτερη παραγωγή σε ποίηση παρά πεζογραφία. Και η εξήγηση είναι   Το οξυμένο θυμικό των Ελλήνων εκφραζόταν ευκολότερα     με τον ποιητικό λόγο και η επικρατούσα αντίληψη ότι η ποίηση ήταν το ανώτερο λογοτεχνικό είδος.

– Είδη ποίησης:

Λυρική, πατριωτική, σατιρική (Αλέξανδρος Σούτσος) — η άνθηση της σατιρικής ποίησης οφειλόταν στο ρομαντικό χαρακτηριστικό της ανικανοποίησης και της εξέγερσης του καλλιτέχνη ενάντια στον πολιτικοκοινωνικό του περίγυρο.

Εδώ μπορούμε να δούμε την ταλάντωση των ποιητών ανάμεσα σε λαϊκή και λόγια γλώσσα  η οποία εξελίσσεται σταδιακά σε καθαρεύουσα. Επίσης, εμφανής η τάση για αναβίωση των αρχαίων μέτρων.

Ποιητικοί διαγωνισμοί  (1850 – 1870)

Από το 1851 ως το 1867 στην πνευματική ζωή της Αθήνας κυριαρχούσαν οι ποιητικοί διαγωνισμοί, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε σημαντικό θεσμό, κάτι που αποδεικνύει την εξέχουσα θέση που κατείχε η ποίηση στην κοινωνία. Ο πρώτος Ράλλειος Διαγωνισμός προκηρύχτηκε το 1851, με στόχο την καλλιέργεια της ποίησης σε καθαρεύουσα γλώσσα, και απέρριπτε όσα ποιήματα υποβάλλονταν σε δημοτική. Το 1861 διακόπηκε ο Ράλλειος Διαγωνισμός και το 1862 προκηρύχτηκε ο Βουτσιναίος. Κριτές στους ποιητικούς διαγωνισμούς ήταν πανεπιστημιακοί καθηγητές. Οι πιο γνωστοί ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν οι : Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Στέφανος Κουμανούδης, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και Δημήτριος Βερναρδάκης. Η ανακοίνωση της κρίσης της επιτροπής και του νικητή γινόταν με πανηγυρικό τρόπο κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου και η τελετή ήταν κεντρικό γεγονός της πνευματικής και κοινωνικής ζωής. Οι κριτές των διαγωνισμών επεδίωκαν να περιορίσουν την επίδραση του ρομαντισμού και επέβαλαν κανόνες που χαρακτήριζαν τον κλασικισμό, όπως η αυστηρή διάκριση των ποιητικών ειδών. Απέρριπταν τις ακραίες εκδηλώσεις του ρομαντισμού κυρίως για πολιτικούς λόγους, και τον κατηγορούσαν ως ξενόφερτο και επικίνδυνο για τα χρηστά ήθη.
Ο εκφυλισμός του ρομαντισμού – Παρακμή (1870 – 1880).

Κατά το διάστημα 18301880 στην ελληνική ποίηση κυριαρχούσε ο ρομαντισμός της Α’ Αθηναϊκής Σχολής, η οποία όμως είχε αρχίσει να παρακμάζει από το 1870 περίπου. Οι περισσότεροι ποιητές έγραφαν ατημέλητα, με αδιαφορία και για τη μορφή αλλά και για το περιεχόμενο των ποιημάτων: κατέφευγαν σε εύκολες ομοιοκαταληξίες χρησιμοποιώντας αταίριαστες λέξεις, με αποτέλεσμα όχι μόνο παράλογο, αλλά και συχνά κωμικό, ή εξέφραζαν υπερβολικά συναισθήματα απαισιοδοξίας και μελαγχολίας στα όρια του πενθισμού και της θανατολαγνείας. Η νέα γενιά όμως παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, όπου ο ρομαντισμός είχε παρακμάσει και είχαν εμφανιστεί νέες τάσεις, όπως ο παρνασσισμός,*   και παράλληλα ενδιαφερόταν για το γλωσσικό ζήτημα και για τη χρήση της δημοτικής στη λογοτεχνία. Ήταν φυσικό λοιπόν οι εκφραστικές τους ανάγκες να μην καλύπτονται από την «παλαιά» ποίηση. Ήδη από τη δεκαετία του 1870 είχαν εμφανιστεί αντιδράσεις για την παρακμή της ποίησης. Η παρουσία της δημοτικής, ολοένα και πιο αισθητή.

Ποιητές στο μεταίχμιο μεταξύ παλαιάς και νέας ποίησης

Όπως ήταν φυσικό, η ανανέωση του ποιητικού λόγου δεν μπορούσε να εκδηλωθεί χωρίς προετοιμασία, ούτε βέβαια να επικρατήσει αμέσως. Είναι ενδεικτικό εξ άλλου το γεγονός ότι και ο Κωστής Παλαμάς είχε υποβάλει στον προτελευταίο Βουτσιναίο διαγωνισμό το 1876 μια ποιητική συλλογή σε καθαρεύουσα, με τίτλο Ερώτων έπη, η οποία είχε χαρακτηριστεί από την κριτική επιτροπή ως «λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα». Κάποιοι ποιητές που εμφανίστηκαν στην δεκαετία 1870 με ποιήματα διαφορετικά από το κλίμα της Α’ Αθηναϊκής Σχολής αλλά δεν ακολούθησαν αμέσως ή ολοκληρωτικά τις νέες τάσεις της γενιάς του 1880 είναι οι

Γεώργιος Βιζυηνός,

Αριστομένης Προβελέγγιος,

Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.

Αυτοί οι ποιητές ταλαντεύτηκαν μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής και ο λόγος για τον οποίο θεωρούνται ότι βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ παλαιάς και Νέας Αθηναϊκής Σχολής είναι το γεγονός ότι δεν συνέχισαν τις υπερβολές των Αθηναίων ρομαντικών αλλά παρουσίασαν ποιήματα με επιμελημένο στίχο και συγκρατημένη ευαισθησία χωρίς ακραίους συναισθηματισμούς. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Κωστής Παλαμάς τους ενέτασσε εν μέρει στην ομάδα των ποιητών της γενιάς του.

Είμαστε στην στιγμή της αλλαγής 1880…

2.  Νέα Αθηναϊκή Σχολή Ποίησης

 Νέα Αθηναϊκή Σχολή λέμε το σύνολο των ποιητών που εμφανίστηκαν στη νεοελληνική λογοτεχνία μετά το 1880 έως το 1920, με προεξάρχουσα μορφή τον Κωστή Παλαμά. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς την Α’ Αθηναϊκή Σχολή. Οι ποιητές της Γενιάς του 1880 ήταν νέοι ποιητές που αντιδρούσαν στις υπερβολές του αθηναϊκού ρομαντισμού και ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο.

Οι σημαντικότεροι σταθμοί

Η χρονολογία 1880 έχει οριστεί ως ορόσημο διότι εκείνη τη χρονιά εκδόθηκαν δύο ποιητικές συλλογές που εκφράζουν αυτό ακριβώς το πνεύμα της αλλαγής: Οι Στίχοι του Νίκου Καμπά και οι Ιστοί Αράχνης του Δροσίνη. Ο Κωστής Παλαμάς όρισε ως πρώτους σταθμούς στην ποιητική εξέλιξη της νέας γενιάς την συλλογή του Παπαδιαμαντόπουλου Τρυγόνες και Έχιδναι (1878), τους Στίχους του Καμπά και τα Ειδύλλια του Δροσίνη: «Οι Τρυγόνες και Έχιδναι σα ν’ αποχαιρετούσαν κάτι που έσβηνε· οι Στίχοι του Καμπά σαν να πρώτο χαιρετούσαν κάποιο ξημέρωμα. Του Γ. Δροσίνη τα Ειδύλλια σαν να το εβεβαίωναν». Το σπουδαιότερο ποιητικό γεγονός όμως ήταν η έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Κωστή Παλαμά το 1886, με τίτλο Τα τραγούδια της πατρίδος μου. Από τότε ο Παλαμάς επιβλήθηκε και κυριάρχησε με το έργο του, με αποτέλεσμα όλη η παραγωγή της περιόδου, μέχρι τις αρχές του επόμενου αιώνα και την εμφάνιση νέων τάσεων, να κινείται «στη βαριά σκιά του Παλαμά», όπως είχε γράψει χαρακτηριστικά ο Κ. Θ. Δημαράς.

Κατά το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20 ου αιώνα παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην εθνική, πολιτική, κοινωνική και πνευματική ζωή της Ελλάδας

Η πνευματική αναγέννηση, η ανάπτυξη της επιστήμης της λαογραφίας (Ν.Γ. Πολίτης) και η επικράτηση της δημοτικής γλώσσας (Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης – «Το ταξίδι μου», 1888).

Η ποίηση έχει απελευθερωθεί  από την καθαρεύουσα και το ρομαντισμό. Ηγετική μορφή της γενιάς του 1880 όπως είπαμε αποτέλει ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος έδωσε νέα πνοή στην ελληνική ποίηση, βγάζοντας την από το τέλμα του ρομαντισμού. Ως γλώσσα χρησιμοποιεί τη δημοτική, ενώ με την ποίησή του εκφράζει όλους τους οραματισμούς και τις πνευματικές ανησυχίες της γενιάς του.

Οι κυριότεροι εκπρόσωποι

Οι ποιητές που πρωταγωνίστησαν στην εμφάνιση της γενιάς του 1880 ξεκίνησαν από τα ανανεωτικά έντυπα όπως ο Ραμπαγάς και το Μη χάνεσαι, όπου έγραφαν ποιήματα σατιρικά ή εμπνευσμένα από καθημερινά θέματα. Εκτός από τους Παλαμά, Δροσίνη και Καμπά που αναφέρθηκαν προηγουμένως, τότε εμφανίστηκαν και άλλοι ποιητές όπως ο Γεώργιος Σουρής και ο Ιωάννης Πολέμης. Από αυτούς ουσιαστική εξέλιξη στην ποιητική του τέχνη παρουσιάσε μόνο ο Παλαμάς. Ο Καμπάς εγκατέλειψε αμέσως την ποίηση, ενώ από τους υπόλοιπους, ο Σουρής ακολούθησε τον δρόμο της σάτιρας ενώ οι άλλοι παρέμειναν στο ίδιο ποιητικό επίπεδο, χωρίς ιδιαίτερη εξέλιξη ή ανανέωση της τεχνικής τους.

Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μέσα στην δεκαετία του ’90 παρουσιάστηκαν νέοι ποιητές όπως ο Κώστας Κρυστάλλης, ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Ιωάννης Γρυπάρης.

Στο τέλος του αιώνα έγινε μια νέα απόπειρα ανανέωσης της ποίησης από τον κύκλο των περιοδικών Η Τέχνη και Ο Διόνυσος. Οι ποιητές που ξεκίνησαν από τον κύκλο των περιοδικών αυτών ακολούθησαν κυρίως το ρεύμα του συμβολισμού, ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τις βορειοευρωπαϊκές λογοτεχνίες (Γερμανία, Ρωσία, Σκανδιναβία) και άσκησαν κριτική ακόμα και σε αξίες που είχαν καθιερωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, όπως τον Ψυχάρη ή την ηθογραφία. Οι σημαντικότεροι ποιητές του κύκλου αυτού είναι οι Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Λάμπρος Πορφύρας, εκπρόσωποι του συμβολισμού, και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, που ακολούθησε δικούς του εκφραστικούς τρόπους χωρίς να εντάσσεται σε κάποιο ρεύμα. Ήταν ποιητές χαμηλών τόνων που έδρασαν κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής του Παλαμά και παρέμειναν στην «βαριά σκιά» του.

Τα χαρακτηριστικά της νέας ποίησης

Η σημαντικότερη αλλαγή που έφεραν οι ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ήταν η ολοκληρωτική πλέον καθιέρωση της χρήσης της δημοτικής στην ποίηση. Εκτός όμως από την αλλαγή στην γλώσσα, έφεραν και γενικότερη ανανέωση του ποιητικού λόγου: εγκατέλειψαν τον στόμφο και τις ρητορικές εξάρσεις του αθηναϊκού ρομαντισμού και στράφηκαν σε θέματα περισσότερο οικεία και καθημερινά, που ευνοούσαν τους χαμηλούς τόνους.

Ακόμη και το προσφιλές στους ρομαντικούς θέμα του έρωτα το χειρίστηκαν χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, με θερμότητα και γνησιότητα στην έκφραση των συναισθημάτων τους. Ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την επιμελημένη μορφή του στίχου και προτίμησαν μικρά στροφικά σχήματα που η συντομία τους επέτρεπε την καλύτερη επεξεργασία. Σημαντικό ρόλο στην στιχουργική φροντίδα έπαιξε και η έμπνευση των περισσοτέρων από το ρεύμα του γαλλικού παρνασσισμού.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο Γεώργιος Δροσίνης στην πρώτη του ποιητική συλλογή προέταξε μερικούς στίχους του Γάλλου Παρνασσιστή Coppée. Η φροντίδα για την στιχουργική επιμέλεια αποδεικνύεται ιδιαίτερα από την συχνή χρήση της μορφής του σονέτου, με χαρακτηριστικά δείγματα τα σονέτα του Παλαμά και του Γρυπάρη.

Ένα άλλο γεγονός που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ανανέωση των θεμάτων της ποίησης ήταν η ανάπτυξη της επιστήμης της Λαογραφίας χάρη στο έργο του Νικόλαου Πολίτη. Η λαογραφία προσέφερε στους λογοτέχνες της εποχής (όχι μόνο τους ποιητές, αλλά και τους πεζογράφους) νέα θέματα για έμπνευση, από την καθημερινή ζωή του λαού, αλλά και νέα ποιητικά πρότυπα (δημοτικό τραγούδι) από τα οποία θα μπορούσαν να παραδειγματιστούν.

Η επίδραση από την ανάπτυξη της λαογραφίας είναι φανερή σε συλλογές όπως τα Ειδύλλια του Δροσίνη, τα Τραγούδια της Πατρίδος μου του Παλαμά αλλά και στην στιχουργική λίγο νεότερων ποιητών, όπως ο Κώστας Κρυστάλλης. Ανάλογη σημασία είχε και η μελέτη της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας που άνθιζε εκείνη την εποχή: η ιστορία του Βυζαντίου και η δημώδης λογοτεχνία, όπως ο Διγενής Ακρίτας, προσέφεραν νέα θέματα που αξιοποιήθηκαν από ποιητές όπως ο Παλαμάς.

Η γλωσσική διδασκαλία του Ψυχάρη ήταν και αυτή καθοριστική για την διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της ποιητικής γενιάς του 1880. Οι απόψεις του Ψυχάρη επέδρασαν ιδιαίτερα στο έργο δύο λογοτεχνών που έγραψαν ποιήματα και πεζά ακολουθώντας τις αρχές του Ψυχάρη, του Αλέξανδρου Πάλλη και του Αργύρη Εφταλιώτη.

Βλέπουμε λοιπόν ότι τα δύο βασικά λογοτεχνικά ρεύματα που κυριάρχησαν στην ελληνική ποίηση την περίοδο αυτή, αφού προηγουμένως ακμάσανε στην Ευρώπη, είναι ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός.

*Παρνασσισμός

Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του παρνασσισμού, ως λογοτεχνικό ρεύμα, είναι τα εξής:

Έμπνευση από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Αγάπη για τον ηχηρό και ρωμαλέο στίχο.

Προσπάθεια για μορφική τελειότητα του στίχου.

Έλλειψη ζωής και ανθρώπινης τρυφερότητας από τα ποιήματα.

Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του παρνασσισμού είναι ο Κωστής Παλαμάς, ο `Αγγελος Σικελιανός, ο Κώστας Βάρναλης και ο Ιωάννης Γρυπάρης.

Συμβολισμός

Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του συμβολισμού, ως λογοτεχνικό ρεύμα είναι τα εξής:

Μουσικότητα του στίχου και υποβλητικότητα (οι λέξεις έχουν αξία όχι μόνο για το νόημά τους, αλλά και ως ήχοι).

Συσχέτιση της ψυχικής κατάστασης του ποιητή και των πραγμάτων, που γίνονται σύμβολα της λύπης του, της χαράς του κτλ.

Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του συμβολισμού στην Ελλάδα είναι ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο Γιάννης Καμπύσης, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Λάμπρος Πορφύρας κ.α.)

Ωστόσο κι άλλοι ποιητές έγραψαν, ή εντελώς ανεξάρτητα από τον Παλαμά ή κάτω από την επιρροή του. Εντελώς διαφορετική ποίηση έγραψε ο Κ.Π. Καβάφης. Εγκαινίασε έναν καινούριο δρόμο στην ποίηση, απορρίπτοντας τα καθιερωμένα ποιητικά σχήματα στην επιλογή των θεμάτων και στα εκφραστικά μέσα. Η γλώσσα του είναι τελείως ιδιότυπη, πολύ διαφορετική από την αθηναϊκή δημοτική, χωρίς πάλι να είναι και τυπική καθαρεύουσα. Ο `Άγγελος Σικελιανός, κορυφαίος ποιητής ύστερα από τον Παλαμά στον κυρίως ελληνικό χώρο, είναι γνήσια λυρικός και βαθιά ποτισμένος από την αρχαία ελληνική παράδοση και την αγάπη του στη φύση.

Ο Νίκος Καζαντζάκης, πνεύμα ανήσυχο και διψασμένο για την κάθε είδους γνώση, αρχικά γράφει τραγωδίες, στη συνέχεια γράφει τη μεγάλη ποιητική του σύνθεση «Οδύσσεια» και τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, για να καταλήξει τέλος στη συγγραφή μυθιστορημάτων.

Άλλοι ποιητές της περιόδου είναι ο Γιώργος Βιζυηνός, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Κώστας Κρυστάλλης, ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Αργύρης Εφταλιώτης κ.ά

3 . Ποιον αφορά η ποίηση σήμερα

H ποίηση ενδιαφέρει σήμερα μικρότερο αναλογικά αριθμό ανθρώπων απ’ ότι σε κάθε άλλη εποχή. Από εκείνους που διαβάζουν λογοτεχνία ενδιαφέρει τους λιγότερους – για την ακρίβεια πολύ λίγους. Το αποδεικνύουν αυτό οι πωλήσεις ποιητικών βιβλίων, που είναι συντριπτικά μικρότερες από εκείνες των βιβλίων πεζογραφίας, και ο ελάχιστος χώρος που διατίθεται για την παρουσίαση των ποιητικών βιβλίων (και της ποίησης γενικότερα) σε σύγκριση με εκείνον που δίνεται για την πεζογραφία στις σελίδες βιβλίου των εφημερίδων και των ευρείας κυκλοφορίας περιοδικών. Αλλά η ποίηση ενδιαφέρει σήμερα, παρά τα θρυλούμενα περί του αντιθέτου, και τους λιγότερους από εκείνους που γράφουν λογοτεχνία.  Γιατί συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει γιατί ένα μεγάλο μέρος – το μεγαλύτερο – από εκείνα που εξέφραζε σε παλαιότερες εποχές η ποίηση εκφράζεται σήμερα με άλλους λογοτεχνικούς τρόπους.

Στην αρχαϊκή εποχή η ποίηση ήταν όλη η λογοτεχνία. Εκτελούσε – θα λέγαμε με τους όρους των νεότερων εποχών – και χρέη διηγήματος, μυθιστορήματος και θεατρικού έργου (ακόμη και δοκιμίου). Με τη σταδιακή όμως – από την αρχαία εποχή ως το τέλος του 19ου αιώνα – αυτονόμηση του αφηγηματικού και του δραματικού στοιχείου σε ιδιαίτερα λογοτεχνικά είδη, η ποίηση περιορίστηκε (παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες αναζωπύρωσης αυτών των στοιχείων) κυρίως στο λυρικό μέρος της – με την ευρύτερη βέβαια (με τη σημερινή) έννοια του λυρισμού: εκείνη που περιέχει και τη διαπλοκή του λυρικού στοιχείου με το δραματικό και το αφηγηματικό.

Επειδή η διάσπαση του λογοτεχνικού λόγου σε λογοτεχνικά είδη και οι διακυμάνσεις των ειδολογικών προτιμήσεων από εποχή σε εποχή αντανακλούν τις αναζητήσεις της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας, το περιορισμένο σήμερα ενδιαφέρον για την ποίηση φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Γιατί θα περίμενε κανείς να συνέβαινε το αντίθετο. Σε μιαν εποχή όπως η δική μας, η οποία δεν ευνοεί – όπως μας λένε – τις μεγάλες αφηγήσεις αλλά αρέσκεται στις μικρές εξιστορήσεις, στις εκφράσεις που υπαγορεύονται από ατομικούς περισσότερο παρά από κοινούς μύθους και οραματισμούς, θα περίμενε κανείς αυτό που ονομάζουμε σήμερα ποίηση, ο λυρικός λόγος, που είναι το πεδίο της καλλιέργειας προσωπικών περισσότερο παρά συλλογικών συναισθημάτων – δηλαδή των μικρών εξιστορήσεων -, να είναι το περισσότερο προτιμώμενο από τα λογοτεχνικά είδη.

Όμως η ποίηση που γράφεται σήμερα ενδιαφέρει το αναγνωστικό κοινό της λογοτεχνίας λιγότερο όχι μόνο απ’ όσο το ενδιαφέρει το μυθιστόρημα αλλά και απ’ όσο το ενδιέφερε η ποίηση στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Το ενδιαφέρει λιγότερο, γιατί είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα από την ποίηση που γραφόταν εκείνο τον καιρό, που ήταν η περίοδος της εμφάνισης και ανόδου του Μοντερνισμού. Και είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα γιατί, διαφορετικά από την περίοδο εκείνη, σήμερα βρισκόμαστε όχι στην αρχή αλλά στο τέλος μιας ποιητικής εποχής.

H εποχή εκείνη παρήγαγε μεγάλα ποιητικά έργα όχι μόνο γιατί είχε σημαντικούς, μεγάλους ποιητές – σημαντικοί ποιητές υπάρχουν και σήμερα – αλλά και γιατί οι λογοτεχνικές της συνθήκες ευνοούσαν τη δημιουργία μεγάλων έργων. Την ευνοούσαν γιατί ήταν εποχή μεγάλων, ριζοσπαστικών ποιητικών αλλαγών, από εκείνες που συμβαίνουν σπάνια, όταν έχουν συσσωρευτεί όλα εκείνα τα στοιχεία που επιβάλλουν την αλλαγή του λογοτεχνικού παραδείγματος. H φορά αυτών των στοιχείων ωθεί και από μόνη της τους ποιητές στην αναζήτηση νέων εκφραστικών τρόπων, τους βοηθάει να ελευθερώσουν μέσα τους ποιητικές δυνάμεις που διαφορετικά ίσως παρέμεναν λανθάνουσες.

Απεναντίας οι ποιητικές συνθήκες σήμερα δεν είναι ευνοϊκές για τους ποιητές. Ο ποιητικός λόγος, καθώς ο ελεύθερος στίχος έχει, όπως όλα δείχνουν, εξαντλήσει τις δυνατότητές του – πράγμα που ήταν αναπόφευκτο -, βρίσκεται σε κρίση. Είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κρίση του ελεύθερου στίχου. Οι κύριες έξοδοι από αυτή την κρίση είναι αδιέξοδες ποιητικά: είτε οδηγούν τον ελεύθερο στίχο στην πρόζα, δηλαδή τον βγάζουν έξω από την ποίηση, είτε τον πηγαίνουν πίσω στις έμμετρες μορφές, δηλαδή στο παρελθόν.

Θέλω να πω: διαφορετικά απ’ ότι στις αρχές του περασμένου αιώνα, όπου η έξοδος από την τότε κρίση – την κρίση της έμμετρης προσωδίας που οδήγησε στον ελεύθερο στίχο – ήταν ευδιάκριτη και ως εκ τούτου κοινή, στη σημερινή κρίση δεν είναι ορατή μια κεντρική, δηλαδή μια εκ βάθρων ανανεωτική, έξοδος. Υπάρχουν μόνο εδώ κι εκεί ορισμένα λιγότερο αδιέξοδα σημεία, και αυτά δυσδιάκριτα, κάποιο από τα οποία θα πρέπει να ανακαλύψει κανείς για να μπορέσει ν’ ανοίξει ένα μονοπάτι, μια δική του, προσωπική έξοδο προς μια πραγματική επαναμάγευση του ποιητικού λόγου.

Ευτυχώς η ποίηση σήμερα συνεχίζει από κάποιους πιστούς της. Και είναι εκεί για να την γράφουμε και για να την διαβάζουμε. Και η ποίηση σήμερα είναι ακόμη διάφανη για να προκαλεί απορίες κι ερωτήματα και συζητήσεις κι όνειρα κι εφαλτήριο για να σηκωνόμαστε λίγο ψηλότερα.

 Κλείνοντας και πιστεύοντας ότι δεν σας κούρασα θέλω να σας πω ότι  όλη ἡ μνήμη τοῦ κόσμου χωράει μέσα στην Ποίηση. Ἢ τουλάχιστον αὐτὴ τη μαγική εντύπωση μας δίνει ἡ τέχνη της Ποίησης. Πώς όσα ἔχουν χαθεί και κεῖνα ποὺ θα θρουν και θα περάσουν και θα χαθούν θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση. Θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση «ὅσα κι ἂν εἶναι λίγα αὐτὰ ποὺ σταματιοῦνται», όπως θα λέγε ὁ Αλεξανδρινός.

  Πηγές

  • Κ. Θ. Δημαράς, «Η ποίηση στον ΙΘ΄ αιώνα», Ελληνικός Ρομαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1994
  • Αποστολίδου Βενετία, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1992.
  • Δημαράς Κ. Θ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος 1975.
  • Πολίτης Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978.
  • Πολίτης Λ., Ποιητική ανθολογία, τ. Στ’. Ο Παλαμάς και οι σύγχρονοί του, Δωδώνη, Αθήνα 1998.
  • Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών Εκδ. Παγουλάτου Αθήνα 1976
  • Internet