Σωτήρης Νικολακοπουλος
Αρθρο στο Περιοδικο “ΕΥΛΟΓΟΝ”
Μία από τις δύο βασικές κατηγορίες του λόγου, του έμμετρου λόγου, έναντι του πεζού λόγου και του διαλόγου και κατ’ επέκταση της Λογοτεχνίας, ήταν ανέκαθεν δύσκολο να οριστεί και γι’ αυτό έχουν δοθεί ιδιαιτέρα πολύ ορισμοί ανά τους αιώνες. Σύμφωνα με τον σημαντικό Αργεντινό συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες. “Ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους”.
Για τη μελέτη της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας ενός λαού ή ενός τόπου είναι δυνατόν ν’ αναζητηθούν διάφορα σχετικά συγγράμματα που όμως θα οδηγήσουν μακριά από το σκοπό τους αν δεν αναζητηθεί και η τέχνη μ’ όλα τα παρακλάδια της που ανέπτυξε ο συγκεκριμένος λαός συγκεκριμένου τόπου. Ανάμεσα στις διάφορες τέχνες την πρώτη θέση κατέχει πάντα η Τέχνη του Λόγου, που αποτελεί την Τέχνη των Τεχνών, αφού κύριο όργανο της είναι η γλώσσα, το κατεξοχήν εκφραστικό μέσο του ανθρώπου. Πιο παλιά μορφή της Τέχνης του Λόγου είναι η Ποίηση που είναι και η πλέον συναισθηματική, πιο μουσική, συνεπώς και πιο ψυχική από τον πεζό λόγο και τον σκηνικό διάλογο.
Η Ελληνική Ποίησης
Ελλάδα είναι ή χώρα πού φανέρωσε αληθινά την ποίηση. Τη γέννησε ολοκάθαρη,, την έθρεψε και την Έδωσε σ’ όλο τον κόσμο. ‘Εδώ παρουσιάστηκε όμορφη, δυνατή, μεγάλη, σοφία και τέχνη.
Το πνεύμα τού “Έλληνα πάντα δημιουργικό, δε μπορούσε να μείνει έξω από την αρμονία, δε μπορούσε να ζήση χωρίς αυτή. Πάντα προσπαθούσε να ανέβει ψηλότερα, να φτάσει σε κάτι το διακριτικό, στο ωραίο, σε μια σφαίρα πού θα φτερούγιζε ο κόσμος της ευαισθησίας, το μελωδικό τραγούδι της ψυχής, ή ζωή, το ανέσπερο φως. Ή ποίηση βαφτίστηκε στην πατρίδα μας, εδώ πήρε το άνομα της, έγινε αγάπη και πάθος, ύμνος και ικεσία, υψώθηκε ανθρώπινα και μεγαλούργησε. “Έγινε ή καρδιά τού “Έλληνα και με αυτή αυτός εκφραζόταν, μιλούσε, ταξίδευε, περιπλανιόταν στους κάμπους, στα βουνά, στη γαλάζια μας θάλασσα, και μ’ αυτή άφηνε να ξεπηδήσει ή χαρά, να κύλιση το δάκρυ, να γιομίσει το σύμπαν φωνή γλυκιά. Με αυτή πολεμούσε, με αυτή γεννιόταν, με αυτή πέθαινε. Με την ποίηση ξυπνούσε τους πόθους του, φτέρωνε τις ελπίδες του, έγραφε την καθημερινή Ιστορία, έχτιζε Παρθενώνες, γκρέμιζε τη σκλαβιά του, κρατούσε αθάνατη τη λευτεριά. Το αρχαίο πνεύμα στην ουσία του ήταν πλατύ, ολόφωτο, έκλεινε στα σπλάχνα του το σπόρο και τις ρίζες μιας κοινωνίας πανανθρώπινης, χωρίς μίση και πάθη, χωρίς τις βάρβαρες αναζητήσεις, καλλιεργούσε την ευγένεια, τη λεπτότητα, πάλευε να σύντριψη την ασχήμια, να θεμελίωση την αγάπη, να φτάσει στην κάθαρση. Ό “Έλληνας εκφραζόταν καλύτερα με την ποίηση, γιατί ποίηση ήταν το πνεύμα του. Ή αναζήτηση πού βρισκόταν στην ανάσα του, τον έφερνε με την ποίηση πιο κοντά στο αληθινό. Τον οδηγούσε στην κατάκτηση της στέρεας γης, στο χτίσιμο μιας καινούργιας αυγής, τον ακουμπούσε στις κοινωνίες των λαών έναν ήλιο χρυσό, στις σκοτεινές, στις πικρές εποχές.
Ή Ελληνική ποίηση στο βάθος της δε συγκρίνεται με καμιάν άλλη ποίηση άλλου λαού. Είναι σωστή, μια τέχνη πού δεν Έχει όμοια της, θεμελιωμένη αποκαλυπτικά στον ιερό προγονικό χώρο, στο χώμα της ζωής, της ομορφιάς, τού δίκιου. Εκφραστική, ποτισμένη από τον Ποταμό της γνώσης , μεγαλόπνοη, πότε σαν απλή μουσική νότα πότε οργισμένη σαν το πολύβουο κύμα, άλλοτε ειρηνική και άλλοτε σπαθί στο χέρι του πολεμιστή που μάχεται για το ιδανικό του…..
Ας προσπαθήσουμε σήμερα στον λίγο χρόνο που μας δίνετε να δούμε που είναι η ποίηση σήμερα.
Η ποίηση σήμερα ;
Για τους πολλούς η ποίηση είναι μια αυστηρά περίκλειστη υπόθεση. Σαν τα ψηλά τείχη. Δεν διεισδύουν για να μην εγκλωβιστούν. Δεν την αγγίζουν για να μην τους αγγίξει. Δεν συζητούν γι’ αυτήν για να μη συζητηθούν οι ίδιοι. Δίνει την αίσθηση της διαχρονικής ακινησίας. Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ποίηση είναι μορφή ελευθερίας και ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που φυλακίζει την περιέργειά του για τη ζωή σ’ ένα δικό του κόσμο ελευθερίας. Το απραγματοποίητο γι’ αυτόν μπορεί να συνυπάρχει με το πραγματικό, η επανάσταση με τον συμβιβασμό και η παιδικότητα της ψυχής να ζει άνετα σ’ ένα ρυτιδιασμένο σώμα. «Κύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει», έγραψε κάποτε ο Τάσος Λειβαδίτης.Από την πρώτη μου δημοσίευση ποιημάτων πριν δώδεκα χρόνια μέχρι αυτήν την στιγμή νιώθω ότι το έναυσμα για οποιοδήποτε διάλογο μεταξύ ποιητών και αναγνωστών είναι «η ποίηση στις μέρες μας». Κάποιες φορές αυτό προσδιορίζεται λίγο περισσότερο, «ποιος είναι ο ρόλος της ποίησης», ή «τί σημαίνει ποίηση στις μέρες μας». Έτσι
Την πρώτη φορά
που κλήθηκα να απαντήσω σε αυτό, το αντιμετώπισα σαν πρόβλημα φυσικής όπου κάπου πρέπει να υπάρχει ένας τύπος που εξηγεί έναν αυτονόητο συμπαντικό νόμο και ξεκλειδώνει όλες τις δυνάμεις. Είδα την ποίηση σαν απόλυτη συμπαγή αξία και την απόδειξη της ουσίας της σαν παρουσίαση μιας καθολικής αέναης κατάστασης που συμβαίνει και χωρίς εμάς.
Την επόμενη φορά
ερωτήθηκα ως «νέος ποιητής» μαζί με πάμπολλους άλλους ομότεχνους, σε κάποια παρουσίαση, κι αυτό με ξάφνιασε, γιατί είδα τον εαυτό μου ως αμοιβάδα σε υποσύνολο ενός ήδη περιορισμένου υποσυνόλου, σα να μην είμαι καθόλου ποιητής.
Υπήρξαν και επόμενες φορές, όπου δεν απάντησα, γιατί στο ερώτημα δεν έχω κάτι να προσθέσω προς το παρόν.
Την τελευταία φορά
που με προσκάλεσαν να απαντήσω για την «ποίηση σήμερα» κάτι έλαμψε μέσα μου. Αφού διάβασα αρκετά, αφού μίλησα πάρα πολλές φορές, άρχισα να ψάχνω απάντηση μέσα από την ίδια την γλώσσα: ποίηση και σήμερα. Αυτό το παιχνίδι με έσπρωξε ένα βήμα πίσω: τί είναι ποίηση και τί είναι σήμερα.
Το τί είναι ποίηση,
Αφενός υπάρχουν ορισμοί και δοκίμια, που θα εξόντωναν και τον πιο σύγχρονο υπολογιστή στην προσπάθεια ταξινόμησης των όσων έχουν ειπωθεί, αφετέρου υπάρχει ένα κομματάκι αυτονόητο, αδιαπραγμάτευτο, αμετάφραστο κι αδιάβρωτο για τον καθένα μας. Δεν είναι η ποίηση σαν έννοια που καθορίζει την δουλειά, είναι το έργο του καθενός που εντέλει βαφτίζεται ποίηση κι ενώνεται με μια αόρατη τάξη πραγμάτων. Κάποιος που βιώνει την ποίηση όντας στοιχείο της παραγωγής ο ίδιος, θα έλεγα ότι δεν ξέρω τί είναι η ποίηση σαν πολιτιστικό προϊόν και λογοτεχνικό είδος και λειτούργημα, αλλά ξέρω τί είναι η γραφή και τί είναι η ποίηση σαν διαδικασία και δημιούργημα -δεν μου αρέσει «το ποίημα» σαν οριοθέτηση ενός έργου, προτιμώ μια ολιστική οπτική. Ξέρω γιατί μου συμβαίνει. Το να γράφει κανείς δεν είναι μια απόφαση lifestyle ή ένας επαγγελματικός προσανατολισμός. Σαφώς απαιτεί συνειδητή επιλογή και διαρκή τριβή κι εξέλιξη -και ευχής έργον θα ήταν οι ποιητές να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες. Το να γράφει κανείς είναι ιδιότητα της ύπαρξής του, είναι σύμπτωμα σωματικό και πνευματικό. Και το κάθε δημιούργημα, όπως για κάθε καλλιτεχνικό έργο, περιέχει κύτταρα του γράφοντος. Όχι σαν ναρκισσιστική επίδειξη κάποιου υποτιθέμενου ταλέντου ούτε σαν άσκηση ψυχοθεραπείας. Αλλά σαν ύστατη πράξη επικοινωνίας και συντονισμού με τον κόσμο, ένδον κι εξωτερικά. Πράξη άρθρωσης ενός λόγου, κίνηση για να μοιραστεί κάτι βαθύτερο που θα χαρίσει λίγη ομορφιά, πολλές φορές σκληρή και τρομακτική, αλλά σημαίνουσα.
Το σήμερα μεταβάλλεται
κάθε φορά που τίθεται το ερώτημα, προφανώς. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πώς μεταβάλλεται ο καθένας μέσα σε αυτήν την ροή. Είδα τον εαυτό μου και την γραφή μου δορυφορικά σε σχέση με τα εκάστοτε σήμερα. Προσπάθησα να εντοπίσω τα σημεία που έχουν μείνει αδιατάρακτα και τα σημεία που έχουν μετατοπιστεί στο άτομο και στον τρόπο που αντιμετωπίζω την δουλειά μου. Και πιστεύω ότι είναι αυτή η διαπραγμάτευση κι ο σιωπηλός απολογισμός που διαγράφουν την πορεία του σήμερα του καθενός.
Ποιο είναι το σήμερα της Αθήνας σε σχέση με αυτό του Λονδίνου, το σήμερα της φοιτήτριας σε σχέση με της εργαζόμενης, το σήμερα του να μιλάς καθημερινά μια ξένη γλώσσα σε σχέση με το να μιλάς μόνο ελληνικά, το σήμερα του να σημειώνεις χειρόγραφα με το σήμερα του i-pad, το σήμερα του να εκδίδεις έντυπα με το σήμερα του να εκδίδεις ηλεκτρονικά βιβλία, το σήμερα του να αμείβεσαι για την συγγραφική σου δουλειά με το σήμερα του να νιώθεις ζητιάνος της κουλτούρας, το σήμερα των θερμών πεποιθήσεων με το σήμερα μιας απολιτίκ απαθετίκ στάσης, το σήμερα του να παίρνεις φίλους τηλέφωνο με το σήμερα του like, το σήμερα των ανοιχτών προοπτικών με το σήμερα του εσωτερικής εξορίας, το σήμερα μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας με το σήμερα μιας μόνιμης αστάθειας, το σήμερα των αξιών με το σήμερα διαφορετικών αξιών, το σήμερα της διαρκούς προσαρμογής, το σήμερα του μεγαλώνω σε σχέση με το ωριμάζω, κι όλα αυτά τα ενδιάμεσα που δεν προλαβαίνουμε να καταγράψουμε και να πατήσουμε παύση για να κοιταχτούμε μέσα τους και να αναρωτηθούμε:
η ποίηση σήμερα;
Η ποίηση κατά την άποψη μου συνεχίζει δύσκολα. Και είναι εκεί όση και να είναι για να την γράφουμε και για να την διαβάζουμε. Και η ποίηση σήμερα είναι ακόμη διάφανη για να προκαλεί απορίες κι ερωτήματα και συζητήσεις κι όνειρα κι εφαλτήριο για να σηκωνόμαστε ακόμα λίγο ψηλότερα, όσοι ασχολούμαστε με αυτή.
Ποιον αφορά η ποίηση σήμερα
Προσλαμβάνοντας το ερώτημα με την έννοια του «ποιον ενδιαφέρει η ποίηση σήμερα;» θα προσπαθήσω να διατυπώσω κάποιες σκέψεις.
H ποίηση ενδιαφέρει σήμερα μικρότερο αναλογικά αριθμό ανθρώπων απ’ ό,τι σε κάθε άλλη εποχή. Από εκείνους που διαβάζουν λογοτεχνία ενδιαφέρει τους λιγότερους – για την ακρίβεια πολύ λίγους. Το αποδεικνύουν αυτό οι πωλήσεις ποιητικών βιβλίων, που είναι συντριπτικά μικρότερες από εκείνες των βιβλίων πεζογραφίας, και ο ελάχιστος χώρος που διατίθεται για την παρουσίαση των ποιητικών βιβλίων (και της ποίησης γενικότερα) σε σύγκριση με εκείνον που δίνεται για την πεζογραφία στις σελίδες βιβλίου των εφημερίδων και των ευρείας κυκλοφορίας περιοδικών. Αλλά η ποίηση ενδιαφέρει σήμερα, παρά τα θρυλούμενα περί του αντιθέτου, και τους λιγότερους από εκείνους που γράφουν λογοτεχνία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει γιατί ένα μεγάλο μέρος – το μεγαλύτερο – από εκείνα που εξέφραζε σε παλαιότερες εποχές η ποίηση εκφράζεται σήμερα με άλλους λογοτεχνικούς τρόπους.
H διάσπαση του λογοτεχνικού λόγου
Στην αρχαϊκή εποχή η ποίηση ήταν όλη η λογοτεχνία. Εκτελούσε – θα λέγαμε με τους όρους των νεότερων εποχών – και χρέη διηγήματος, μυθιστορήματος και θεατρικού έργου (ακόμη και δοκιμίου). Με τη σταδιακή όμως – από την αρχαία εποχή ως το τέλος του 19ου αιώνα – αυτονόμηση του αφηγηματικού και του δραματικού στοιχείου σε ιδιαίτερα λογοτεχνικά είδη, η ποίηση περιορίστηκε (παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες αναζωπύρωσης αυτών των στοιχείων) κυρίως στο λυρικό μέρος της – με την ευρύτερη βέβαια (με τη σημερινή) έννοια του λυρισμού: εκείνη που περιέχει και τη διαπλοκή του λυρικού στοιχείου με το δραματικό και το αφηγηματικό.
Επειδή η διάσπαση του λογοτεχνικού λόγου σε λογοτεχνικά είδη και οι διακυμάνσεις των ιδεολογικών προτιμήσεων από εποχή σε εποχή αντανακλούν τις αναζητήσεις της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας, το περιορισμένο σήμερα ενδιαφέρον για την ποίηση φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Γιατί θα περίμενε κανείς να συνέβαινε το αντίθετο. Σε μιαν εποχή όπως η δική μας, η οποία δεν ευνοεί – όπως μας λένε – τις μεγάλες αφηγήσεις αλλά αρέσκεται στις μικρές εξιστορήσεις, στις εκφράσεις που υπαγορεύονται από ατομικούς περισσότερο παρά από κοινούς μύθους και οραματισμούς, θα περίμενε κανείς αυτό που ονομάζουμε σήμερα ποίηση, ο λυρικός λόγος, που είναι το πεδίο της καλλιέργειας προσωπικών περισσότερο παρά συλλογικών συναισθημάτων – δηλαδή των μικρών εξιστορήσεων -, να είναι το περισσότερο προτιμώμενο από τα λογοτεχνικά είδη. Όμως δεν συμβαίνει αυτό. Το προτιμώμενο σήμερα λογοτεχνικό είδος είναι εκείνο που θα περίμενε κανείς λιγότερο, η πεζογραφία· για την ακρίβεια, το μυθιστόρημα, δηλαδή το είδος που προσφέρεται περισσότερο απ’ ό,τι κάθε άλλο στις μεγάλες αφηγήσεις.
H εποχή μας
η λογοτεχνία εκφράζει τα βάθη της ψυχής του ανθρώπου και επειδή η επιθυμία είναι ένα αίσθημα διαρκές, διαχρονικό και αδιάπτωτο (είναι το βασικό αίσθημα που εκφράζει η λογοτεχνία, και ο λόγος ύπαρξής της), η ανάγκη αυτό το αίσθημα να εκφραστεί είναι σήμερα ισχυρότερη από ποτέ. Και όταν ένα αίσθημα είναι πολύ ισχυρό, επιλέγει εκείνο το λογοτεχνικό είδος το οποίο στη συγκεκριμένη εποχή μπορεί να το διατυπώσει καθαρότερα· όχι αναγκαστικά βαθύτερα ή διεισδυτικότερα, αλλά παραστατικότερα. Από την αρχαία εποχή ως τις αρχές του 20ού αιώνα το είδος αυτό ήταν η ποίηση. Σήμερα είναι το μυθιστόρημα.
Όμως η ποίηση που γράφεται σήμερα
ενδιαφέρει το αναγνωστικό κοινό της λογοτεχνίας λιγότερο όχι μόνο απ’ όσο το ενδιαφέρει το μυθιστόρημα αλλά και απ’ όσο το ενδιέφερε η ποίηση στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Το ενδιαφέρει λιγότερο, γιατί είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα από την ποίηση που γραφόταν εκείνο τον καιρό, που ήταν η περίοδος της εμφάνισης και ανόδου του Μοντερνισμού. Και είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα γιατί, διαφορετικά από την περίοδο εκείνη, σήμερα βρισκόμαστε όχι στην αρχή αλλά στο τέλος μιας ποιητικής εποχής. H εποχή εκείνη παρήγαγε μεγάλα ποιητικά έργα όχι μόνο γιατί είχε σημαντικούς, μεγάλους ποιητές – σημαντικοί ποιητές υπάρχουν και σήμερα – αλλά και γιατί οι λογοτεχνικές της συνθήκες ευνοούσαν τη δημιουργία μεγάλων έργων. Την ευνοούσαν γιατί ήταν εποχή μεγάλων, ριζοσπαστικών ποιητικών αλλαγών, από εκείνες που συμβαίνουν σπάνια, όταν έχουν συσσωρευτεί όλα εκείνα τα στοιχεία που επιβάλλουν την αλλαγή του λογοτεχνικού παραδείγματος. H φορά αυτών των στοιχείων ωθεί και από μόνη της τους ποιητές στην αναζήτηση νέων εκφραστικών τρόπων, τους βοηθάει να ελευθερώσουν μέσα τους ποιητικές δυνάμεις που διαφορετικά ίσως παρέμεναν λανθάνουσες.
H κρίση του ελεύθερου στίχου
Απεναντίας οι ποιητικές συνθήκες σήμερα δεν είναι ευνοϊκές για τους ποιητές. Ο ποιητικός λόγος, καθώς ο ελεύθερος στίχος έχει, όπως όλα δείχνουν, εξαντλήσει τις δυνατότητές του – πράγμα που ήταν αναπόφευκτο -, βρίσκεται σε κρίση. Είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κρίση του ελεύθερου στίχου. Οι κύριες έξοδοι από αυτή την κρίση είναι αδιέξοδες ποιητικά: είτε οδηγούν τον ελεύθερο στίχο στην πρόζα, δηλαδή τον βγάζουν έξω από την ποίηση, είτε τον πηγαίνουν πίσω στις έμμετρες μορφές, δηλαδή στο παρελθόν. Θέλω να πω: διαφορετικά απ’ ό,τι στις αρχές του περασμένου αιώνα, όπου η έξοδος από την τότε κρίση – την κρίση της έμμετρης προσωδίας που οδήγησε στον ελεύθερο στίχο – ήταν ευδιάκριτη και ως εκ τούτου κοινή, στη σημερινή κρίση δεν είναι ορατή μια κεντρική, δηλαδή μια εκ βάθρων ανανεωτική, έξοδος. Υπάρχουν μόνο εδώ κι εκεί ορισμένα λιγότερο αδιέξοδα σημεία, και αυτά δυσδιάκριτα, κάποιο από τα οποία θα πρέπει να ανακαλύψει κανείς για να μπορέσει ν’ ανοίξει ένα μονοπάτι, μια δική του, προσωπική έξοδο προς μια πραγματική επαναμάγευση του ποιητικού λόγου.
Τι είπαν για την ποίηση μερικοί μεγάλοι
Στις μέρες μας το χάσμα ανάμεσα στον ποιητή και τον αναγνώστη βαθαίνει, και καθώς η ποίηση συρρικνώνεται σ’ ένα «κλειστό σύμπαν» οι ποιητές, ως πνευματική κατηγορία, δεν έχουν χάσει εντελώς το κύρος τους. Στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση» ο Σεφέρης συνέδεε την απομάκρυνση του ποιητή από το κοινό με την έλλειψη παιδείας: η ευθύνη γι’ αυτήν την απομάκρυνση βαρύνει περισσότερο την κοινωνία παρά τον ποιητή, γιατί η κοινωνία εξόρισε τον ποιητή πριν ο ίδιος εξορίσει τον εαυτό του. «Μας διώχνουνε τα πράγματα και η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (Καρυωτάκης).
Έγραψε ποιήματα
όπως άλλοι
δούλεψαν στα λατομεία.
Και οι δυο τους σκάψανε βαθιά.
Εκείνοι για ένα μεροκάματο
ο ποιητής όμως για τι;
Χρ. Λάσκαρης.
Αυτό το αδυσώπητο «γιατί;», στο οποίο απάντηση-καλούπι δε θα βρεις. Σε τι χρειάζονται, λοιπόν, οι ποιητές; Ευτυχώς, θα έλεγα, που μέσα σ’ αυτή τη «φοβερή ερημία του πλήθους» υπάρχουν κάποιοι που σε πείσμα των καιρών επιμένουν να γράφουν στίχους. Κι ας είναι «αντιεμπορικό» ή «παρωχημένο», κι ας μένουν στ’ αζήτητα… Μα πιο πολύ, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας των ποιητών, στο βάθος του πνιγμού τους, στο ναυαγισμένο πλοίο της ζωής τους, πάντα η ποίηση ήταν και θα είναι:
«κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια,
απρόοπτες συναντήσεις, και χθεσινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας,
όπως λένε,
μια ευτυχία, μια μέθη,
κι ενθουσιασμός ακόμη,
μια αξεπέραστη ΣΟΝΑΤΑ του ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ…
Γιάννης Ρίτσος.
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και αρτηρίες-όπου η ζωή χορεύει.
μας λέει ο Αλέξης Ασλάνογλου.
«Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές δεμένες στα καμπανάκια των άστρων- αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα… Ένα σωστό ποίημα όμως ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του, λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του»
θα μας πει ο Ρίτσος.
«Η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει να γίνεσαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα κι όταν ουρανός δεν υπάρχει, αυτό είναι στο βάθος η ποίηση» (Ελύτης).
Ας δούμε τον κόσμο μ’ άλλα μάτια, ας τον δούμε και με τα μάτια της ποίησης,
«αφού, κατά λάθος, ο κόσμος είναι μια ποίηση» (Λειβαδίτης).
Κι ας βρούμε τρόπους να ικανοποιούμε τη «λανθάνουσα κοινή ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό» (Σαχτούρης).
Και σεις ποιητές «καταφερτζήδες του πνεύματος και των στίχων/…βάλτε δυναμίτη, δημιουργήστε εκρήξεις/ που να σκορπίσουν το χειρότερο θάνατο στα βολέματά μας./ Ευλογία κυρίου τα μυδράλια της ποίησης» (Καρούζος).
“Βαδίζεις σε μια έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα.’
(Κική Δημουλά)
Επίλογος
Τέλος χρέος μας είναι, την ποίηση, να μην την απαρνηθούμε και δεν εννοώ την δική μας μόνο ποίηση, αλλά όλη την ποίηση του Έλληνα, να την κλείσουμε στην καρδιά μας, να την αγαπήσουμε, να την πλατύνουμε. Να την κάνουμε τραγούδι μας, να την κρατήσουμε στον ήλιο, να τη δώσουμε στις γενιές πού υπάρχουν και στις άλλες πού θα έρθουν, ιερή κληρονομιά και ανθρώπινο μεγαλείο για το κέρδισα ενός καλύτερου κόσμου. Η ποίηση είναι μια προσπάθεια να αντιστρέψουμε και να επιδιορθώσουμε την Πτώση –να ενώσουμε και πάλι το νόημα με το σώμα, το πνεύμα με τις αισθήσεις. Με αυτή την έννοια, η ποίηση είναι η πιο δημιουργική από τις τέχνες. Η ποίηση δουλεύει με το νόημα, αλλά με έναν «ενσαρκωτικό» τρόπο –προσφέρει και πάλι στο νόημα το χαμένο υλικό σώμα του. Κατά συνέπεια, υπάρχει κάτι το ουτοπικό στην ίδια την ποιητική πράξη, όσο κατηφή ή απελπισμένα και αν είναι μερικά ποιήματα.
Κλείνοντας θα σας διαβάσω μερικά που έχουν πει μεγάλοι για την ποίηση
Ἡ ποίηση εἶναι ἡ αἰτία ποὺ φθείρει τὸ κάθε τί ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι στὸ εἶναι.
Πλάτων
Οἱ ποιητὲς ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔλαβαν μέρος στὴ συγγραφὴ ἑνὸς Μεγάλου Ποιήματος ἀενάως ἐν ἐξελίξει.
Σέλλεϋ
Ἡ ποίηση δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴ γράφουν ἀλλὰ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἔχουν ἀνάγκη.
Πάμπλο Νερούντα
Ἡ ποίηση εἶναι ἡ πιὸ πυκνὴ μορφὴ προφορικῆς ἔκφρασης.
Ἔζρα Πάουντ
Ἡ ὀμορφιὰ καραδοκεῖ. Ἂν εἴμαστε εὐαίσθητοι, θὰ τὴν αἰσθανθοῦμε μέσα στὴν ποίηση ὅλων τῶν γλωσσῶν.
Μπόρχες
Ὅταν διαβάζουμε ἕνα καλὸ ποίημα, φανταζόμαστε πὼς κι ἐμεῖς θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ἔχουμε γράψει, πὼς τὸ ποίημα προϋπῆρχε μέσα μας.
Μπόρχες
Ἡ ποίηση εἶναι τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε.
Κώστας Καρυωτάκης
Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα.
Γιῶργος Σεφέρης
Εἶναι παράξενο πὼς γράφει κανεὶς ποιήματα.
Γιῶργος Σεφέρης
Ἡ ποίηση δὲν εἶναι ὁ τρόπος νὰ μιλήσουμε, ἀλλὰ ὁ καλύτερος τοῖχος νὰ κρύψουμε τὸ πρόσωπό μας.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Ο κατάλογος είναι ανεξάντλητος όπως ανεξάντλητες είναι οι άπειρες αισθήσεις που μάς υποβάλλει ἡ Ποίηση.
Σας ευχαριστώ