9. Που στηρίχτηκε η Νεοελληνική Λογοτεχνία  του 19ου αιών

Σωτηρης Νικολακοπουλος

Αρθρο στο Περιοδικο”ΕΛΟΓΟΝ”

Η λογοτεχνία είναι αυτή η πνευματική δραστηριότητα η οποία ενώνει τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλής και εθνικής ή γεωγραφικής καταγωγής, γιατί αναφέρεται σε συγκινήσεις και συναισθήματα, ιδέες και σκέψεις. Ο καθένας μας, όταν διαβάζουμε κάποιο λογοτεχνικό έργο  συμπάσχουμε με τον ήρωα στις διάφορες περιπέτειες που αυτός περνά, αγωνιούμε, έχουμε ενδιαφέρον να δούμε τη συνέχεια, ίσως να νιώθουμε έκπληξη για την έκβαση του έργου και διαμορφώνουμε κριτική άποψη γι αυτό. Είναι η μορφή τέχνης που βοηθά τους ανθρώπους να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, να μάθει ο ένας περισσότερα πράγματα για τον άλλον, και παράλληλα να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους,  να γνωρίσουν παράλληλα τόπους και ανθρώπους, χαρακτήρες και ιδέες που βοηθούν τον κάθε άνθρωπο σε μια καλύτερη κατανόηση της ζωή αλλά και του προορισμού του. Ο άνθρωπος βρίσκει ιδέες και ιδανικά σε αυτήν.  Η λογοτεχνία και το λογοτεχνικό έργο αποτελεί πηγή συνεχούς προβληματισμού και απόκτησης ιδεών, αποτελεί αυτή την γλωσσική παράδοση με τη βοήθεια της οποίας ο σύγχρονος άνθρωπος ανακαλύπτει μέσω των κειμένων τον εαυτό του, τα μύχια συναισθήματα και συγκινήσεις που μπορούν να τον οδηγήσουν σε νέους χώρους γνώσης. Γι αυτό η κλασική λογοτεχνία έχει υψηλό αναγνωστικό ενδιαφέρον από τους ανθρώπου όλους των εποχών.  Μιλώντας ειδικότερα για τη νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, θα προσπαθήσουμε να μιλήσουμε για το τι από τα παραπάνω παραμένει ενδιαφέρον σήμερα για εμάς, πως μπορούμε να συνδυάσουμε τις παραπάνω απλές σκέψεις μας αναφορικά με αυτήν την λογοτεχνία και κατά πόσο αυτή μπορεί και πρέπει να διαβάζεται και σήμερα.

Πιο συγκεκριμένα σήμερα θα αναφερθούμε στη νεοελληνική λογοτεχνία από τις αρχές του 19ου αιώνα ως το 1880, ως την εμφάνιση και ανάπτυξη της Β’ Αθηναϊκής Σχολής. Θα αναφερθούμε δηλαδή σε δύο λογοτεχνικές σχολές, σε αυτό που ονομάζεται  Επτανησιακή Σχολή της Λογοτεχνίας και Α’ Αθηναϊκή Σχολή. Όμως σε μερικά σημεία θα αναφερθούμε και σε μερικούς εκπροσώπους από την προηγούμενη και τις επόμενες λογοτεχνικές γενιές.

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι λογοτέχνες;

 Όταν δημιουργείται το ελληνικό κράτος, υπάρχουν πολλοί λόγιοι που ασχολούνται με τα γράμματα, είναι λογοτέχνες, οι οποίοι δεν ζουν εκεί, ζουν κυρίως στα Επτάνησα, σχηματίζουν έτσι την επτανησιακή Σχολή. Είναι ο Σολωμός και ο Κάλβος κυρίως αλλά και ο Πολυλάς ο Λασκαράτος και ο Βαλαωρίτης ο οποίος όταν ενώνονται τα Επτάνησα με την Ελλάδα  γίνεται βουλευτής και έρχεται στην Αθήνα. Σπουδάζουν στην Ιταλία ιδίως, και έχουν στενές επαφές με τη Δυτική Ευρώπη. Ζουν στα Επτάνησα που τότε ήταν υπό Αγγλική Προστασία, μία νόθα Ελευθερία όπως έλεγε ο Σολωμός.  Αυτοί είναι ποιητές κυρίως και απαρτίζουν την Επτανησιακή Σχολή της λογοτεχνίας. Σημαντικό πνευματικό κέντρο των Επτανήσων είναι η Ιόνιος Ακαδημία στην Κέρκυρα. Εκεί διδάσκουν ο Κάλβος και ο Σολωμός.

Υπάρχουν όμως και λόγιοι οι οποίοι φτάνουν στην Ελλάδα για να βοηθήσουν με τις γνώσεις τους και προσφέρουν στο ανεξάρτητο κράτος. Αυτοί κατάγονται από τη Κωνσταντινούπολη ή τα νησιά του Αιγαίου και αφού αποφοιτήσουν από σχολεία της Μολδοβλαχίας ή της Οδησσού της Ρωσίας θα κάνουν ανώτερες σπουδές στη δυτική Ευρώπη, στη Γαλλία ή στη Γερμανία. Ανήκουν στους Φαναριώτες και έτσι αυτοί οι ποιητές ονομάζονται και Φαναριώτες. Γράφουν στην αρχή στη λαϊκή γλώσσα πιο μετά όμως, στην καθαρεύουσα. Ο Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος, Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Δημήτρης Βυζάντιος,  είναι κάποιοι από αυτούς. Η γλώσσα που προτείνουν γίνεται τότε κυρίαρχη και επηρεάζουν και νεότερους Έλληνες ποιητές, το Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, Δημήτριο Καρασούτσα που όλοι μαζί αποτελούν την Α’ Αθηναϊκή σχολή. Εδώ ανήκει και ο Εμμανουήλ Ροΐδης μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα των γραμμάτων. Ποιες όμως ήταν οι ιδέες και οι πηγές στις οποίες στηρίχθηκε η νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου αιώνα;

Και οι δύο σχολές είχαν μερικές κοινές πηγές, αυτές ήταν:

Πρώτον. Ο ρομαντισμός.

Ο ρομαντικός ποιητής στο κέντρο των ενδιαφερόντων του τοποθετεί το συναίσθημα και τη φαντασία, το απόλυτο και το υπερβολικό, το συγκινησιακό και το ιδανικό, τα συναισθήματα που νικούν όλα τα φυσικά και ψυχικά εμπόδια. Οι ρομαντικοί δείχνουν μια προτίμηση για θέματα όπως η προσωπική εμπειρία της Φύσης, ο Θεός, η περιπέτεια, ο έρωτας (συνήθως μελαγχολικός και καταδικασμένος), ο ηρωισμός και οι αγώνες για την ελευθερία.

Από το πνεύμα του είναι επηρεασμένοι ο Σολωμός και ο Κάλβος.  Ο Σολωμός  αναφέρει, γράφοντας τον Ύμνο εις την Ελευθερία πως η αρμονία του στίχου ισοβαθμεί με ξεχείλισμα της ψυχής. Ο Κάλβος αν και πιο αρχαιόπρεπος τόνισε σε ειδική υποσημείωση στις Ωδές του, πως σκοπός της ποίησης είναι να απομιμηθεί τα κινήματα της ψυχής. Ο Σολωμός επηρεάζεται παράλληλα και από τη γερμανική φιλοσοφία, προσπαθεί να οικοδομήσει τέλειες συνθέσεις, στις οποίες  θα φαίνεται η πάλη του καλού με το κακό, η οντολογική ύπαρξη του κακού, η εσωτερική δύναμη του ανθρώπου να υπερβεί τον πραγματικό χρόνο, η αρμονία του ανθρώπου με τη Φύση, κάτι που δεν θα καταφέρει και θα μας παρουσιάσει μόνο ημιτελή μεγάλα έργα, τα οποία από μόνα τους ήταν ικανά να κινήσουν και να επηρεάσουν την μετέπειτα νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο Κάλβος επηρεάζεται ταυτόχρονα και από τον Πίνδαρο, τον αρχαίο ποιητή ο οποίος έγραψε πολλές ωδές για να υμνήσει τους αρχαίους ολυμπιονίκες και πυθιονίκες, μεταφέρει όμως αυτό το πνεύμα επιβράβευσης για τη νίκη, ύμνου στον νικητή στην περίοδο της νεοελληνικής επανάστασης για να υμνήσει τους ήρωες.

Μπορούμε να πούμε πως αυτοί οι δύο ποιητές δημιούργησαν έργα μέσα στα πλαίσια ενός υψηλού Ρομαντισμού, γιατί τα έργα τους αν και έχουν πρωτότυπες πηγές παράλληλα έχουν πρωτοτυπία, τεχνική τελειότητα, νοηματική συνάφεια.

Παράλληλα και οι ποιητές  και οι πεζογράφοι της Α’ Αθηναϊκής Σχολής επηρεάζονται από το ρομαντισμό τον οποίο αυτοί προσπαθούν να εισαγάγουν πιο συνειδητά, μάλιστα επίσημα ονομάζονται Ρομαντικοί ποιητές

Η επίσημη νεοελληνική κριτική αναφέρεται στους ποιητές της Α’ Αθηναϊκή Σχολής με μια υποτίμηση, αυτό προφανώς σχετίζεται με τις γλωσσικές τους απόψεις έγραψαν και υποστήριξαν την καθαρεύουσα, επίσης το έργο τους συγκρινόμενο με του Κάλβου και του Σολωμού δείχνει να μην είναι τόσο πρωτότυπο. Όπως επίσης η αναφορά στο ρομαντισμό δεν είναι πάντα κάτι το θετικό στα ελληνικά γράμματα.  Όμως σήμερα μπορούμε να πούμε γι αυτούς πως δεν τους έλειπε το ποιητικό σχέδιο, η φλόγα να συνθέσουν και να δημιουργήσουν έργα, τα έργα τους που προφανώς έχουν ατέλειες δημιουργούν ένα δικό τους σύμπαν που σε παρασύρουν στο να τα διαβάσεις. Είναι και αυτοί ποιητές που στο έργο τους φαίνονται τα τραύματα, οι λαβωματιές της εποχής, όπως χαρακτηριστικά είπε ο Σεφέρης για το έργο του Κάλβου και τον Σολωμού.

Ο ρομαντισμός ως κίνηση επηρεάζει ακόμα και την Β’ Αθηναϊκή σχολή, τον Παλαμά δηλαδή.

Δεύτερον. Ο Νεοελληνικός διαφωτισμός.

Λέμε νεοελληνικό διαφωτισμό γιατί υπήρχε και αρχαίος διαφωτισμός, ο λεγόμενος ελληνικός διαφωτισμός στο οποίο πρωταρχικό ρόλο έπαιξαν οι Σοφιστές και ο Σωκράτης. Ο νεοελληνικός διαφωτισμός είναι όμως κάτι το διαφορετικό, επηρεάζεται από τις ιδέες των Γάλλων διαφωτιστών και της Γαλλικής Επανάστασης. Η ανάδειξη της φυσικής υπόστασης του ανθρώπου να ζει ελεύθερος από τυραννικά και δεσποτικά καθεστώτα, ο ρόλος της Παιδείας στην καλλιέργεια του ατόμου ο οποίος θα μπορέσει να καταλάβει τη θέση του και να αγωνιστεί για την Ελευθερία, η ανοχή προς τις άλλες θρησκείες, η ανάδειξη της Δημοκρατίας ως τρόπου διακυβέρνησης με την αποδοχή Συντάγματος και διαχωρισμό των εξουσιών, είναι κάποιες από τις ιδέες που επηρέασαν του Έλληνες Διαφωτιστές. Σημαντικοί εκπρόσωποι Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος με το πολύπλευρο διαφωτιστικό και φιλολογικό του έργο επηρεάζει το μετέπειτα ελληνικό κράτος και πολλές γενιές λογίων, ο Δημήτριος Καταρτζής ο οποίος ήταν από τους πρώτους που πρότεινε τη χρήση της λαϊκής γλώσσας, ο Νικηφόρος Θεοτόκης και ο Ευγένιος Βούλγαρης οι οποίοι ζούσαν στην Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης και ο Ρήγας Βελεστινλής ο οποίος δεν ήταν μόνο φλογερός πατριώτης και διαφωτιστής, έγραψε και λογοτεχνία, το Θούριο και τη συλλογή διηγημάτων Σχολείο ντελικάτων Εραστών που αποτελεί μετάφραση από τα γαλλικά.

Τρίτον. Οι  πρόδρομοι ποιητές Βηλαράς και Χριστόπουλος.

Είναι και οι δύο θιασώτες της χρήσης της λαϊκής γλώσσας στην ποίηση. Επίσης και οι δύο ασχολούνται με θέματα γλωσσικά, γλωσσολογικά θα λέγαμε σήμερα. Ο Βηλαράς, προτείνει τη φωνητική γραφή της νέας ελληνική στο έργο του Ροέηκη Γλόσσα, γράφει όμως και ποίηση επηρεασμένος από τη δημοτική παράδοση. Ο Χριστόπουλος γράφει το έργο Γραμματική της Αιολοδωρικής, ήτοι της ομιλούμενης των Ελλήνων Γλώσσας και τα Λυρικά τα οποία είναι ποιήματα που διαβάζονται αρκετά από τους νέους της εποχής. Δημιουργούν και οι δύο λίγο πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης και το έργο τους είναι γνωστό στον ελληνικό χώρος.

Τέταρτον. Η δημοτική παράδοση.

Το δημοτικό τραγούδι, η λαϊκή φωνή του ανώνυμου ποιητή, η λαϊκή προφορική και λυρική παράδοση, επηρέασε και τις δύο σχολές σε μεγάλο βαθμό. Είναι σημαντικό εδώ να τονίσουμε πως ο Σολωμός μετά την έκδοση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από τον Φωριέλ στη Γαλλία το 1824, μελέτησε συστηματικά τον πρόλογο του Γάλλου φιλολόγου και ασπάστηκε  τις απόψεις εκείνου πως η ποίηση πρέπει να στηριχθεί στη λαϊκή γλώσσα, πως η σύγχρονη ελληνική γλώσσα είναι  ωραία και πως μπορεί να εξελιχθεί και να τελειοποιηθεί.  Ο Σολωμός επίσης επηρεάζεται από τη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, από τις λέξεις, τα συνταχτικά σχήματα, από τα σχήματα λόγου. Μαθαίνει από αυτά τα αποφεύγει τον διασκελισμό και τη χασμωδία στην ποίησή του.Επιρροές επίσης δέχεται και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης από τη δημοτική ποίηση, ο οποίος στο έργο του μεταστοιχειώνει το λεβέντικο και υψηλό πνεύμα πολλών από των τραγουδιών αυτών ιδίως των κλέφτικων στο έργο του, χωρίς να ακολουθεί δουλικά τα τελευταία.  Οι εκπρόσωποι της Α΄ Αθηναϊκής σχολής, όσο και να φαίνεται παράξενο, γιατί στο μυαλό μας τους συνδέουμε με τη λόγια γλώσσα, δέχονται και αυτοί σημαντική επιρροή. Άραγε όλοι θυμόμαστε πως το τραγούδι Ο κλέφτης, αυτό που λέει, «μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά,..» είναι έργο του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, ή πως το τραγούδι που μοιάζει με τα δημοτικά η Βοσκοπούλα, «Μια βοσκοπούλα αγάπησα\ μια ζηλεμένη κόρη \ και την αγάπησα πολύ\ ήμουν αλάλητο παιδί\ δέκα χρονών αγόρι.» είναι ποίημα του Γεώργιου Ζαλοκώστα. Τίτλοι έργων όπως Ο Δήμος και η Ελένη, το Χάνι της Γραβιάς, Μεσολόγγι, μας φέρνουν συνειρμούς γύρω από την ελληνική λαϊκή παράδοση, αν και πολλοί από αυτούς μετουσιώνουν τη δημοτική παράδοση άμεσα, χωρίς μετασχηματισμούς.

Πέμπτον. Η αρχαία ελληνική γραμματεία.

Οι ποιητές και των δύο σχολών σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό γνώριζαν αρχαία και μελετούσαν τα αρχαία κείμενα. Πιστεύεται πως ο Σολωμός ήταν ο λιγότερο καλός γνώστης της αρχαίας γραμματείας, επειδή μεγάλωσε σε κλίμα που κυριαρχούσε η ιταλική ποιητική παράδοση, όμως στα κείμενα του που μας είναι γνωστά σε εμάς από την έκδοση των Ευρισκομένων του Πολυλά, βρίσκουμε μια σειρά από παρατηρήσεις του. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες του ίδιου του Πολυλά, πως του άρεσε ο Αισχύλος και θεωρούσε πως αυτός είχε προαισθανθεί την ρομαντική τέχνη. Θεωρούσε τα  δράματα του Σοφοκλή τέλεια, αλλά θεωρούσε πως ο Ευριπίδης αποσκοπούσε στο πάθος ως σκοπό και όχι ως μέσον, γι αυτό θεωρούσε πως δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμά του. Γνωρίζει την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, έδινε δε προτεραιότητα στην πρώτη και ιδιαίτερα στην Κυκλώπεια, τη ραψωδία που αναφέρεται στην περιπέτεια του Οδυσσέα στους Κύκλωπες, διότι σε αυτήν ο νους αντιπαλεύει με την άγρια φύση και τελικά την νικά. Για τον Κάλβο έγινε αναφορά πιο πάνω αναφορικά με την επιρροή που δέχθηκε από τον Πίνδαρο. Όμως περισσότερο, στα ποιήματα του Κάλβου παρουσιάζεται μια μείξη γλώσσας αρχαίας και νέας, δίνονται πολλά ονόματα που δημιουργούν αντίστοιχα μοτίβα όπως Απόλλων, Κυθερεία, Ερατεινή, Υπερίων, Μούσαι, ονόματα λαών και γεωγραφικών τόπων της εποχής δίνονται με αρχαιόπρεπα ονόματα Αυσονία Ιταλία, Αλβιών Αγγλία, Ταμησσός Τάμεσης,  ιερά πόλις των Κελτών το Παρίσι. Με αυτή την αρχαιοπρέπεια κατορθώνει να δημιουργεί ένα σύμπαν ενιαία ελληνικό στα ποιήματά του, όπου δεν φαίνεται ο χρόνος στην πρόσληψη των πραγμάτων και την κατανόηση της κάθε εποχής.

Όμως παρά το ότι στηρίχθηκαν σε κοινές πηγές οι δύο αυτές σχολές είχαν και διαφορές.

Α. Η σχέση τους προς την Κρητική Λογοτεχνία.

Οι Επτανήσιοι ποιητές δέχθηκαν τη δημιουργική επίδραση της Κρητικής Λογοτεχνίας ιδίως του Ερωτόκριτου αλλά και του κρητικού θεάτρου. Είναι καλό να θυμίσουμε πως μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 πολλοί από τους λογίους του νησιού εγκαταστάθηκαν στα Επτάνησα φέρνοντας μαζί τους την πνευματική παράδοση της Κρητικής Αναγέννησης. Τα έργα του Κορνάρου, του Χορτάτζη έγιναν η πηγή έμπνευσης στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα και εκεί γράφτηκαν αρκετά έργα κατά το παράδειγμα τους. Ο Χάσης του Δημητρίου Γουζέλη, τα ποιήματα του Αντωνίου Μαρτελάου αλλά και στίχοι από απλούς στιχουργούς και ποιητές διατήρησαν πολλά από το πνεύμα της Κρητικής Λογοτεχνίας. Από το ίδιο πνεύμα της προέρχεται και ο Ούγο Φόσκολο που με μητρική γλώσσα την ελληνική, έγραψε στα ιταλικά και καθιερώθηκε ως μεγάλος Ιταλός ποιητής.

Αντίθετα από την κατάσταση που υπήρξε στα Επτάνησα, οι λόγιοι της Κωνσταντινούπολης παράφρασαν ή απέδωσαν τον Ερωτόκριτο  στη γλώσσα της εποχής, στην απλή καθαρεύουσα. Γνωρίζουμε για μια έκδοση της Βιέννης του 1818 από  Φαναριώτη συγγραφέα με παράφραση του Ερωτόκριτου και εισαγωγή σε αυτόν νέων στοιχείων, αυτό τους οδήγησε να απομακρυνθούν από το πνεύμα του.

Β. Οι Διαφορές στη χρήση της Ελληνικής γλώσσας.

Γνωρίζουμε καλά πως πριν ακόμα από την περίοδο της ελληνικής επανάστασης, υπήρχε έντονος προβληματισμός στην Ελλάδα για την γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί στη λογοτεχνία και στην εκπαίδευση. Γνωρίζουμε πως οι μορφωμένοι άνθρωποι, οι λόγιοι της εποχής αναζητούσαν τη σωστή γλωσσική πολιτική που απ’ τη μια θα υποβοηθούσε το έθνος στην Απελευθέρωση και από την άλλη θα ήταν και η επίσημη γλώσσα του μελλοντικού ελληνικού κράτους, πως,  σε πολλές περιοχές όπου υπήρχαν Ελληνες είχε αναπτυχθεί μια ενασχόληση με τη μελέτη της γλώσσας, της γραμματικής αλλά και τα γράμματα και τη λογοτεχνία ειδικότερα.

Οι πηγές τους, η διαφορετική μόρφωση αλλά κυρίως η προσωπική διάνοια τους τούς οδήγησε να ακολουθήσουν και διαφορετικές μορφές της ελληνικής στο έργο τους, να ακολουθήσουν διαφορετική γλώσσα όπως λέγεται συχνά, ίσως όμως θα πρέπει να μιλάμε για διαφορετικές μορφές της ελληνικής. Έτσι ο Σολωμός και ύστερα από αυτό όλοι οι Επτανήσιοι και οι νεότεροι ποιητές ακολουθούν τη λαϊκή γλώσσα και γράφουν σε αυτήν.

Οι λογοτέχνες της Α’ Αθηναϊκής Σχολής ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο. Σε αυτό επηρεάστηκαν από τις απόψεις του Κοραή ο οποίος ζητούσε ένα καθάρισμα της ελληνικής από όλα τα ξένα στοιχεία. Ξένα στοιχεία ήταν οι ξένες λέξεις, κάτι για το οποίο το έργο του Κοραή και των λογίων έχει εκτιμηθεί σημαντικά διότι αντικατέστησαν τους ξενισμούς με ελληνικές λέξεις, είτε αρχαίες με νέες σημασίες είτε νεόπλαστες. Όμως στα ξένα στοιχεία επίσης συμπεριλαμβάνονταν και η νέα μορφολογία της νέας γλώσσας καθώς και η νέα σύνταξη ή οι νέες λέξεις που είχαν δημιουργηθεί  στην πορεία του χρόνου. Έτσι θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν στο έργο τους νεκρά στοιχεία από τη γλωσσική ιστορία της ελληνικής και θα καταλήξουν να μην δέχονται σε αυτά νεωτερισμούς.

Από τις αρχές όμως της δεκαετίας του 1850 μετακινούνται σε πιο ακραίες θέσεις, γράφει ο Π. Σούτσος «Εις την παρούσαν ηθικήν κατάστασιν μας, καθ’ ην της κοινωνίας αι σχέσεις μόλις σχηματίζονται, ούτε η όρεξις εις πολλούς υπάρχει της αναγνώσεως, ούτε η διάνοια ανεπτυγμένη αρκούντως ώστε να συλλάβη των εξευγενισμένων τας  ιδέας» Γι αυτό το λόγο απαιτείται η επιστροφή στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Τότε ο Π. Σούτσος διατυπώνει την άποψη «Η Αρχαία και Νέα γλώσσα, έσονται μία και ταύτη», η αρχαία και η νέα είναι μια και η αυτή, στην γραμματική, μορφολογία, λεξιλόγιο, σύνταξη.

Καταλαβαίνουμε πως αυτοί οι Λογοτέχνες αισθάνονται το βάρος των διαφωτιστών του Εθνους και θεωρούν πως ο πολιτισμός της νεότερης Ελλάδας περνάει μέσα από την κλασική αρχαιότητα. Αν και είναι στραμμένοι στα κλασικά γράμματα είναι και αυτοί που κάνουν κριτική π.χ. στην ερασμειακή προφορά της αρχαίας ελληνικής, δεν καταλαβαίνουν δηλαδή πως η αρχαία και η νέα είναι άλλες γλώσσες,  θεωρούν πως πρέπει άμεσα να αποδείξουν τη συνέχεια του Εθνους.  Είχαν πολλοί από αυτούς την αίσθηση πως είναι πρωτοπόροι, πως διαμορφώνουν μια καινούρια λογοτεχνία και μέσα σε αυτό το σκεπτικό δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από την παράδοση της ελληνικής.

Επιτρέψατέ μου τώρα να αναφερθώ σε κάποια από τα έργα αυτών των ποιητών και συγγραφέων ή να αναφερθώ στο έργο κάποιων.

Θα ξεκινήσω με τον Κάλβο και τον Σολωμό γιατί το μπόλι αυτών των ποιητών είναι πολύ σημαντικό για τη νεότερη λογοτεχνία. Θα πρέπει να σας πω πως το έργο τους ουσιαστικά ανακαλύφθηκε και διαδόθηκε από τον Παλαμά τη δεκαετία του 1880 περίπου. Από το Σολωμό ως τότε,  γνώριζαν τον Υμνο εις την Ελευθερία αλλά δεν έδιναν ιδιαίτερο βάρος στις συνθέσεις του, στα ημιτελή του έργα. Ο Κάλβος ήταν άγνωστος. Ο Κάλβος ο οποίος τα χρόνια της Επανάστασης ήταν ο κατ’ εξοχήν Έλληνας ποιητής που γνώριζε η Δύση, ιδίως το Παρίσι, αλλά μετά από προσωπική επιλογή έμεινε στο περιθώριο της ποιητικής δημιουργίας, ξεχάστηκε από τους συγχρόνους και ο μόνος που τον αναφέρει είναι ο Αλέξανδρος Σούτσος στο ποίημά του που απευθύνεται στον βασιλιά Όθωνα το 1835.

Ο Κάλβος έγραψε Ωδές, εγκωμιαστικά ή υμνητικά ποιήματα. Στη γλώσσα του χρησιμοποιεί την απλή καθαρεύουσα. Φαίνεται πως έχει διορθώσει τις ωδές του ΄έτσι ώστε να γίνουν πιο αρχαιοπρεπείς. Στα χειρόγραφά του οι μελετητές έχουν βρει διορθώσεις, το έριξε το αλλάζει σε έρριψε γράφει ρίπτονται αντί ρίχνονται. Αυτό το κάνει γιατί αποδέχεται και ενστερνίζεται τις απόψεις του Κοραή για τον καθαρισμό της γλώσσας ή στον εξαρχαϊσμό της. Επίσης ήταν ο ποιητής που ύμνησε την Επανάσταση και ήθελε να γίνει πιο κατανοητός από τους ελληνιστές της Δύσης, αυτό βέβαια τον υποχρεώνει και για πολλές λέξεις δημώδεις που χρησιμοποιεί να σχηματίσει γλωσσάριο στο τέλος των ποιημάτων έτσι ώστε να είναι πιο κατανοητός.

Ο Σολωμός τα μεγάλα έργα του, δεν τα τελείωσε. Είναι οι ονομαζόμενες Συνθέσεις στην έκδοση των Ευρισκομένων από τον Ιάκωβο Πολυλά, τέτοια έργα είναι οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Λάμπρος, ο Κρητικός, ο Πόρφυρας. Είναι τα έργα στα οποία αντιπάλευε μέσα στον ίδιο τον Σολωμό η Ιδέα και η Φαντασία όπως είπε κάποιος άλλος ποιητής για αυτά, και αυτή η αντιπαλότητα μεταξύ τους δεν έδωσε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, γιατί η μεγάλη φαντασία του ποιητή δεν μπορούσε να μετριαστεί από το αρχικό σχέδιο του ποιήματος. Όμως αυτά τα ημιτελή έργα είναι τόσο σημαντικά για τη νεοελληνική λογοτεχνία και από αυτά έχουν βγει πολλά νεότερα έργα.  Ο Σολωμός αυτό προσπάθησε να δώσει στα έργα του, την ενσάρκωση μια Ιδέας. Και αφού θα ασχοληθούμε εδώ με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, σε αυτό προσπάθησε να ενσαρκώσει την Ιδέα του Χρέους, μάλιστα σκεφτόταν το ποίημα αυτό να το ονομάσει και Ποίημα του Χρέους. Το Χρέος του Ελληνα, του Μεσολογγίτη απέναντι στην Πατρίδα. Ο θεμελιώδης ρυθμός του ποιήματος ας στηρίζεται στην Ιδέα της εθνικότητας. Όμως αυτή η ανάδειξη της εθνικότητας να μην γίνεται εύκολα κατανοητή από τον αναγνώστη ο οποίος δεν έχει σχέση με τα γράμματα, χρειάζεται ο αναγνώστης να κάνει τις δικές του αναγωγές του τις δικές του σκέψεις και χρειάζεται να μελετήσει τα γράμματα περισσότερο.

Από την Α’ Αθηναϊκή σχολή

Το έργο με το οποίο όπως πιστεύεται εισάγεται ο ρομαντισμός στην νεοελληνική λογοτεχνία είναι ο Οδοιπόρος, 1827 του Παναγιώτη Σούτσου, δραματικόν ποίημα. Φαναριώτης ποιητής από ηγεμονική οικογένεια. Ο Οδοιπόρος, χωρίζεται σε 5 πράξεις, η κάθε πράξη αποτελείται από μερικές σκηνές. Οι δύο νέοι βασικοί ήρωες του έργου ο Οδοιπόρος και η Ραλού αναγκάζονται να χωρίσουν αφού ο Οδοιπόρος έπρεπε να λάβει μέρος στον αγώνα της Ελλάδας για ελευθερία και έτσι χάνονται. Μετά την απελευθέρωση όμως την ψάχνει και την αναζητεί στην ελληνική επικράτεια, σε όρη και βουνά, το έργο διαδραματίζεται στο όρος Άθω. Το ποίημα παρουσιάζει το νέο να αναζητεί την αγαπημένη του, να ελέγχει τον εαυτό του για τα δεινά που της προξένησε, να αναζητά απελπισμένα την ιδανική ομορφιά και αγάπη της και στο τέλος να χάνει τα λογικά του.  « Οι δύο ήρωες ο Οδοιπόρος και η Ραλού συναντιούνται πάλι, αλλά δεν αναγνωρίζονται, λιποθυμούν, χάνουν τα λογικά τους , βλέπουν οράματα, παραληρούν και στο τέλος αυτοκτονούν και ξεψυχώντας ανταλλάσσουν ερωτικά λόγια», γράφει ο Λ. Πολίτης. Το σωστότερο θα ήταν πως ο Οδοιπόρος άρρωστος πια και ετοιμοθάνατος, αναγνωρίζει τη Ραλού και της ζητά να τον συγχωρέσει για την εξαφάνισή του, δείχνει μεταμέλεια και της ζητά να τον καταλάβει για την εξαφάνισή του, μιλά με λόγους συμπάθειας και πίστης στην Ραλού η οποία όμως φαίνεται να μην θέλει να τον αναγνωρίσει και να παραδεχθεί πως είναι αυτός πράγματι. Στο τέλος ο Οδοιπόρος πεθαίνει και η Ραλού αυτοκτονεί πέφτοντας στο ξίφος του. Το κείμενο είναι γραμμένο με γλώσσα που έχει στοιχεία μικτά μία εξευγενισμένη δημώδης γλώσσα όπου στη μορφολογία έχει στοιχεία της λόγιας γλώσσας, είναι όμως λεπτότατα δουλεμένη και αποπνέει ειλικρίνεια, οικειότητα αν και ξενίζει το ότι στο στόμα τόσων απλών λαϊκών ηρώων, βοσκού, Παϊσιου κλπ, ακούγεται αυτή η δουλεμένη γλώσσα η οποία όμως συνολικά στο έργο έχει δύναμη και αυτενέργεια, γίνεται προσπάθεια να επιλεγούν οι λέξεις από μία σκευή ολόκληρου του ελληνικού λεξιλογίου. Κυριαρχεί ο δεκαπεντασύλλαβος.  Κυρίαρχο είναι το ρομαντικό στοιχείο στο έργο με το ρομαντικό πάθος που εκφράζει τον έρωτα του Οδοιπόρου προς τη Ραλού αλλά και το αντίστροφο να είναι γνησιότατο στην έκφρασή του, με μία αναμφισβήτητη λυρική ευγένεια, το ρομαντικό πάθος επίσης εκφράζεται στο δόσιμο του νέου για την ελληνική επανάσταση ο αγώνας του για τα μεγάλα ιδανικά, η αναγνώριση των κακών που προξένησε στην Ραλού αλλά και η αναγνώριση των παθών της Ραλούς. Αναφορικά με τη γλώσσα ο Π. Σούτσος άλλαξε μετά τη γλώσσα σε νέες εκδόσεις προς το αρχαϊστικό. Στο έργο γίνεται προσπάθεια να συνδυαστεί η κατάσταση στην μετεπεναστατική Ελλάδα με τα οράματα αλλά και τα ρεύματα της ευρωπαϊκή λογοτεχνίας και είναι γραμμένο από συγγραφέα λόγιο ο οποίος γνωρίζει τα ρεύματα της εποχής και επηρεάζεται από αυτά. Είναι έργο προγενέστερο του Λάμπρου του Σολωμού και το ρομαντικό πνεύμα εδώ είναι δοσμένο με βάση  τα θετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και ο ίδιος ο ήρωας προσπαθεί να κατακυρωθεί σαν προσωπικότητα ολότελα ιδανική. Στο έργο κυριαρχεί το συναίσθημα. Οι ήρωες του έργου και το περιβάλλον είναι φτιαγμένα έτσι που να οδηγούν σε μία πραγματικότητα που να απομακρύνεται από την πραγματικότητα. Εμφάνιση του Φαντάσματος, υποβλητικές σκηνές σε γκρεμούς και ψηλά βουνά, σε εκκλησίες με ψηλά καμπαναριά και ο ήχος της καμπάνας να συμβάλει στην υποβλητικότητα, είναι μία προσπάθεια απομάκρυνσης από το πνεύμα της εποχής και γίνεται προσπάθεια να περιγραφεί ένας ήρωας με ιδανική προσωπικότητα. Στο έργο εξυμνείται ο ιδανικός έρωτας, η πίστη στα υψηλά ιδανικά, η ακούραστη προσπάθεια του ανθρώπου να ολοκληρωθεί με την κατακύρωση του συναισθηματικού του κόσμου, η αγάπη στην πατρίδα, η προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει τα καθημερινά βάσανα της ζωής και να φτάσει στις υψηλότερες κορφές που βρίσκονται τα ιδανικά του, είναι μια προσπάθεια του ανθρώπου προς ανάβαση.

Ασχολήθηκα με ένα μέρος εκείνης της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα θεωρώντας πως μια συνολική εικόνα και γνωριμία με αυτή μπορεί να μας βοηθήσει σήμερα. Σίγουρα είναι μια εποχή που μόνο μέσα στις αντιφάσεις της μπορούμε να την συλλάβουμε. Δεν είναι όμως ενδεδειγμένο από την άλλη πλευρά σήμερα να βάζουμε εμπόδια στην πρόσληψή τους, ούτε να την αντιμετωπίζουμε με κάποια προκατάληψη. Επίσης ήθελα να διευρύνουμε τον ορίζοντά μας μιλώντας για εκείνη την λογοτεχνική γενιά πιστεύοντας πως με την διεύρυνση μπορούμε να γίνουμε πιο πλούσιοι οι ίδιοι,   πνευματικά, ηθικά και αισθητικά για αυτούς τους λόγους εξάλλου χρειάζεται να διαβάζουμε και σήμερα αυτή τη λογοτεχνία.

Βιβλιογραφία

– Κάλβος Ανδρέας Λύρα, Λυρικά.

– Σολωμός Διονύσιος Ευρισκόμενα. Πρόλογος Ι. Πολυλάς.

-Ανθολογία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Α’ Αθηναϊκή Σχολή- Φαναριώτες. υπό Λ. Πολίτη.

– Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ρόντερικ Μπήτον.

– Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Λίνου Πολίτη.

– Ροΐδης Εμμανουήλ Σκαλαθύρματα. Εισαγωγή του Αλκη Αγγέλου..

– Γ. Σεφέρης Δοκιμές. Τ.1.