18. Απο το Ρεμπετικο στο Εντεχνο

Σωτηρης Νικολακόπουλος

Ομιλια σε βραδια Ρεμπετικου τραγουδιου

στην Εταιρια λογοτεχνων Ν.Δ. Αττικης  (Γλυφαδα)

Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι

Εισαγωγη

Η ιστορία του ρεμπέτικου ταυτίζεται με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας (από τα τέλη του 1800 ως το 1950-55 περίπου).

Από το 1912 (απελευθέρωση και προσάρτηση νέων εδαφών) μέχρι το 1922 (Μικρασιατική Καταστροφή), η ηπειρωτική Ελλάδα δέχεται πάνω από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες. Η συγκέντρωση αυτού του προσφυγικού πληθυσμού στο περιθώριο των αστικών κέντρων, και κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, συντέλεσε στη δημιουργία και ανάπτυξη του ρεμπέτικου.

Ανάλογες δημιουργίες με αυτές του ρεμπέτικου παρατηρούνται και στην Αμερική με τη δημιουργία των μπλουζ (blues), στη Βραζιλία με τη σάμπα (samba) και στη Τζαμάικα με τη μουσική ρέγκε (reggae). Ανάλογες είναι και οι διεργασίες που συνετέλεσαν στη δημιουργία των μουσικών αυτών (μετακίνηση πληθυσμών, συγκερασμός της μουσικής του πληθυσμού που μετακινείται με τη μουσική των περιοχών όπου εγκαθίστανται, η έκφραση των δυσκολιών και των απογοητεύσεων εξαιτίας αυτών κ.ά.).

Τα τραγούδια των προσφύγων, σε συνδυασμό με τα δημοτικά, τα νησιώτικα και τα δυτικότροπα  μουσικά είδη που υπάρχουν στην ηπειρωτική Ελλάδα την ίδια εποχή, αποτέλεσαν το υπόστρωμα που οδήγησε στη διαμόρφωση αυτού του μουσικού ιδιώματος.

Σμυρναίικο τραγούδι

Οι μουσικές ρίζες του ρεμπέτικου ανάγονται στη βυζαντινή μουσική και στο δημοτικό τραγούδι του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου.

Ο όρος «ρεμπέτης» ανάγεται στην περίοδο της τουρκοκρατίας και σημαίνει αυτόν που ζει εκτός νόμου, έξω από τους κανόνες ζωής μιας κοινωνίας. Σύμφωνα με το μελετητή του ρεμπέτικου Ηλία Πετρόπουλο: «ρεμπέτης θα πει: εξεγερμένος, ατίθασος».

Μια εκδοχή είναι ότι ο «ρεμπέτης» προέρχεται από την ιταλική λέξη «rebelo», που σημαίνει επαναστάτης, μια άλλη εκδοχή είναι ότι προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «ρέμβομαι» και το μεσαιωνικό «ρέμπομαι» που το συναντούμε και στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου και σημαίνει γυρίζω, ρεμβάζω, περηφανεύομαι, ενώ μια ερμηνεία σύμφωνα με το Σμυρνιό συγγραφέα Σωκράτη Προκοπίου, είναι ότι ο «ρεμπέτης» είναι ο αλήτης, ο άνθρωπος κατώτερης τάξης.

Οι στίχοι του Κώστα Μάνεση στο τραγούδι του Απόστολου Χατζηχρήστου «να γυρίζω σαν αλήτης, άφραγκος και ερημοσπίτης, κουρελιάρης πάντα και φτωχός» είναι πλήρως αντιπροσωπευτικοί του όρου ρεμπέτης με τη στενή έννοια του όρου, η οποία συνέβαλε ώστε να θεωρηθεί και να θεωρείται το ρεμπέτικο, ακόμη και σήμερα, ως τραγούδι του περιθωρίου.

Κάτω από τον όρο «ρεμπέτικο» στεγάστηκαν όμως κατά καιρούς τραγούδια που εκφράζουν διάφορα λαϊκά στρώματα, τους εργάτες, τους μικρομεσαίους, τους περιθωριακούς.

Με την ευρεία του έννοια λοιπόν στεγάζονται κάτω από τον όρο «ρεμπέτικο» τραγούδια διαφορετικού μορφικού τύπου, από χασάπικα και ζεϊμπέκικα μέχρι συρτά, καλαματιανά και μπάλους, από καρσιλαμάδες και τσιφτετέλια μέχρι σέρβικους μανέδες, λαϊκά βαλς και λαϊκές καντάδες.

Μεγάλοι μουσικοί, όπως οι Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης και Νίκος Μαμαγκάκης, έγραψαν-με βάση το ρεμπέτικο-τραγούδια, που δεν είχαν καμία σχέση με το περιθώριο και συνέβαλλαν με τον τρόπο αυτό στην απαλλαγή του ρεμπέτικου από την έννοια του περιθωριακού τραγουδιού και τη μουσική «νομιμοποίησή» του, πράγμα για το οποίο αν και πάσχιζαν από καιρό οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Βασίλης Τσιτσάνης, Μανώλης Χιώτης κ.ά., δεν το είχαν κατορθώσει.

 

Οι στίχοι των πρώτων ρεμπέτικων αποτελούν ένα κράμα από παλιά δημοτικά τραγούδια και λαϊκά δίστιχα συνήθως από τη Σμύρνη. Τα περισσότερα ρεμπέτικα είναι γραμμένα σε δύο 15/σύλλαβους, χωρισμένους σε δύο ημιστίχια, με ομοιοκαταληξία.

Οι χοροί που χορεύονταν τα ρεμπέτικα και εξακολουθούν να υπάρχουν από εκείνη την εποχή είναι τρεις: ο χασάπικος, ο ζεϊμπέκικος και το τσιφτετέλι.

Ο χασάπικος (2/4) θεωρείται ότι ήταν ο χορός των χασάπηδων της Κωνσταντινούπολης, που θεωρούνταν ιδιαίτερα άγριοι. Χορευόταν από δύο ή τρία άτομα, συνήθως άντρες, που κρατιόταν από τους ώμους με ιδιαίτερα βήματα που απαιτούσαν απόλυτο συγχρονισμό.

Ο ζεϊμπέκικος (9/8) ήταν πολεμικός χορός μιας πολεμικής φυλής θρακικής καταγωγής. Ήταν αντικριστός χορός και χορευόταν από δύο άντρες, χωρίς ιδιαίτερα βήματα.

Το τσιφτετέλι (από την τούρκικη λέξη που σημαίνει «δύο χορδές»), αρχικά παιζότανε από δίχορδο βιολί και διαδόθηκε στην Ελλάδα μετά το 1923. Ήταν χορός των προσφύγων από τη Σμύρνη και οι ρεμπέτες της Αθήνας τον θεωρούσαν θηλυπρεπή.

 

 

Οι περίοδοι του Ρεμπέτικου τραγουδιού

Αρχές του 20ου αι. μέχρι το 1934

Από την πρώτη αυτή περίοδο εμφανίζονται και καταγράφονται δύο είδη ρεμπέτικων τραγουδιών.

Το πρώτο είδος αφορά τραγούδια των αστικών κέντρων των περιοχών με ελληνικούς πληθυσμούς, που βρίσκονται κάτω από οθωμανική ή άλλη κατοχή. Αυτά τα κέντρα είναι η Σμύρνη, η Πόλη, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, το Κάιρο κ.ά. Κύρια όργανα στην περιοχή της Σμύρνης είναι το βιολί, το ούτι, το κανονάκι, το σαντούρι και η κιθάρα, ενώ στην περιοχή της Πόλης, παρατηρείται η εναλλαγή του βιολιού με την πολίτικη λύρα. Τα τραγούδια αυτά ακούγονται στα σοκάκια, στις ταβέρνες και στα λαϊκά κέντρα των πόλεων.

Το δεύτερο είδος, αναφέρεται σε αυτά που εμφανίζονται στην Ελλάδα, με αντιπροσωπευτικά όργανα, τα όργανα κλειστού χώρου (φυλακής, τεκέ, ταβέρνας), όπως ο ταμπουράς ή αργότερα το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς –με καταφανή την προέλευσή τους από ορισμένα είδη του δημοτικού τραγουδιού.

Ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι εκείνη την εποχή είχαν τρεις μονές χορδές ενώ αργότερα έγιναν διπλές.

Η κιθάρα ή το ακορντεόν χρησιμοποιούνταν μόνο για συνοδεία. Επίσης εμφανίζονται ο τζουράς (μικρότερο από το μπουζούκι) και το γόνατο (μικρότερο από το μπαγλαμά).

Το ρεμπέτικο τραγούδι αρχίζει με μια εισαγωγή (ταξίμι), με ένα σόλο μπουζούκι και μετά μπαίνουν οι φωνές και τα άλλα συνοδευτικά όργανα. Με το ταξίμι (που είναι ένας ελεύθερος ή και ρυθμικός αυτοσχεδιασμός) γίνεται η εισαγωγή στην αίσθηση που θέλει να μεταδώσει ο εκτελεστής, προβάλλοντας τη δεξιοτεχνία του και στο μουσικό δρόμο (βυζαντινό «ήχο»), στο φόντο δηλαδή πάνω στο οποίο θα εξελιχθεί όλο το τραγούδι.
Η μουσική του ρεμπέτικου δεν είναι γραπτή, αλλά βασίζεται πάνω στον αυτοσχεδιασμό.

Αυτήν την πρώτη περίοδο του ρεμπέτικου εμφανίζονται και οι πρώτες εγγραφές δίσκων στην Ελλάδα. Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν αυτός που ηχογράφησε τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι το 1931.

 

1934-1945

Tο ρεμπέτικο τη δεκαετία αυτή παιζόταν από μουσικές κομπανίες, που αποτελούνταν από 2 ή 3 μπουζούκια, ένα μπαγλαμά, μια κιθάρα και συχνά ένα ακορντεόν. Συνήθως τραγουδούσε μια γυναίκα και μια έπαιζε ντέφι και χόρευε.
Το καλοκαίρι του 1934, εμφανίζεται η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Έτσι δημιουργείται η πρώτη κομπανία, με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Αντώνη Δελιά, Μπάτη και Στράτο Παγιουμτζή.

Η δικτατορία του Μεταξά το 1936 άλλαξε την κατάσταση λόγω της λογοκρισίας που επέβαλε. Άλλαξε και η θεματολογία των τραγουδιών όπως επίσης και η διάρκεια τους αφού η διάρκεια των τραγουδιών στο δίσκο των 78 στροφών ήταν μόλις 3 λεπτά οπότε έπρεπε να περιοριστούν τα μακροσκελή ταξίμια.
Λόγω της Γερμανικής Κατοχής, τα περισσότερα κέντρα διασκέδασης έκλεισαν με αποτέλεσμα να περιοριστεί η επαγγελματική δραστηριότητα των περισσότερων ρεμπετών.
Κυριότεροι εκπρόσωποι του ρεμπέτικου αυτής της εποχής ήταν ο  Βασίλης Τσιτσάνης  και ο  Μάρκος Βαμβακάρης .

1945-1960

Τα τραγούδια ονομάζονται πλέον «αρχοντορεμπέτικα», με την ορχήστρα να μεγαλώνει, καθώς προστίθενται 8 ή 10 μπουζούκια, Οι κλίμακες μοιάζουν περισσότερο με τις μείζονες και ελάσσονες, παρά με τους βυζαντινούς ήχους και το ρεφραίν εμφανίζεται επηρεασμένο από τη δυτικοευρωπαϊκή μουσική παράδοση.

 

Αυτήν την εποχή παρατηρείται μετάβαση από το ρεμπέτικο στο λαϊκό αστικό τραγούδι. Το λαϊκό αστικό τραγούδι αποτελεί εξέλιξη του ρεμπέτικου και ξεκινά από το Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος εξευρωπαΐζει τις κλίμακες και αλλάζει το κούρδισμα του μπουζουκιού.

Μετά το 1955, ο Μανώλης Χιώτης φαίνεται να εκπροσωπεί αυτή την τάση. Καθιέρωσε νέους ρυθμούς, πρόσθεσε στο μπουζούκι τέταρτο ζευγάρι χορδών, άλλαξε το κούρδισμά του για να μπορεί να παίζει συγχορδίες, όπως και η κιθάρα, και το έκανε ηλεκτρικό. Οι τραγουδιστές πλέον δεν είναι υποχρεωμένοι να τραγουδούν καθιστοί.

Το 1948, ο Μάνος Χατζιδάκις δίνει μια διάλεξη σχετικά με το ρεμπέτικο και, υποστηρίζοντας το, ανοίγει το δρόμο σε αυτήν τη μέχρι τότε περιθωριακή μουσική, ώστε να γίνει αποδεκτή από ανώτερες κοινωνικά τάξεις.

Μετά το 1960

Από αυτήν την εποχή και μετά είναι φανερή η «παρακμή» του ρεμπέτικου. Αλλάζει και η μορφή και το περιεχόμενο του.

Αρχίζει η επανάληψη, η τυποποίηση και η εισαγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να αφομοιωθούν από αυτήν καθαυτή την έκφραση του λαϊκού τραγουδιού (ινδικότροπα, λατινότροπα, αραβότροπα κ.ά.).

Αλλάζει και ο κοινωνικός χώρος όπου θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. Δημιουργούνται πλέον «κοσμικά κέντρα» με μεγάλες ορχήστρες, σε αντίθεση με τους μικρούς χώρους όπου ακούγονταν τα ρεμπέτικα την προηγούμενη περίοδο με μικρά σύνολα μουσικών. Παρατηρείται επίσης μια τάση για εμπορευματοποίηση του λαϊκού τραγουδιού, με τη δημιουργία «σουξέ» και «σταρ».

Από την άλλη πλευρά εμφανίζονται ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, που δίνουν άλλη πνοή στο λεγόμενο λαϊκό τραγούδι.

 

 

Τα μουσικά όργανα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού

Το μπουζούκι ήταν σε χρήση στον ελληνικό χώρο επί αιώνες. Είναι μια παραλλαγή της οικογένειας των ταμπουράδων («bouzouk»: τούρκικη λέξη που σημαίνει σπασμένος). Πιθανότατα όμως η ονομασία του προέρχεται από το «ντουζένι», τρόπο κουρδίσματος του τουρκικού «σαζ».

Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής, το μέγεθος, το σχήμα, τον αριθμό χορδών κ.ά. διακρίνουμε το μπουζούκι, τον «τζουρά», τη «μπουζουκομάνα», το «γόνατο» (σκαφτό), το «μπαγλαμά».

Το μήκος του μπουζουκιού είναι περίπου 90 εκ. έως ένα μέτρο και ηχεί σαν το λαγούτο. Ο μπαγλαμάς, που είναι το μικρότερο όργανο της οικογένειας, έχει μήκος περίπου 40-60 εκ. και τρεις διπλές χορδές.

Το μπουζούκι παίζεται με πένα. Είναι συνήθως τρίχορδο ή τετράχορδο. Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές, ενώ το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές τις δύο ψηλότερες.

Το τουμπελέκι αποτελείται από έναν πήλινο σκελετό σε σχήμα στάμνας χωρίς λαβή, ανοιχτή στο στόμιο και σκεπασμένη στον πάτο με τεντωμένο δέρμα το οποίο κολλούν ή δένουν στο ηχείο.

Το τουμπελέκι συναντιέται σε διάφορα μεγέθη.

Η καταγωγή του είναι μικρασιατική, όμως χρησιμοποιείται από παλιά στη Μακεδονία, τη Θράκη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.

 

Τα κουτάλια συνήθως φτιάχνονται από σκληρό ξύλο. Ο εκτελεστής είναι συνήθως ο ίδιος ο χορευτής, κρατάει στο κάθε χέρι δυο κουτάλια με το κοίλο μέρος προς τα έξω, έτσι ώστε να χτυπάει το ένα με το άλλο, όταν ανοιγοκλείνουν τα δάχτυλα.

 

Το κομπολόι κρεμασμένο από κουμπί γιλέκου ή πουκαμίσου, κρατιέται τεντωμένο με το αριστερό χέρι, ενώ το δεξί τρίβει ρυθμικά τις χάντρες με τα χείλια ενός μικρού, χοντρού κρασοπότηρου.

Το κομπολόι συνόδευε παλιότερα το τραγούδι, ή ακόμη και όργανα όπως τον ταμπουρά, τον μπαγλαμά κ.ά., με ρυθμικούς σχηματισμούς.

Τα ποτηράκια του κρασιού ή του ούζου είναι ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο. Ο εκτελεστής τοποθετεί δύο σε κάθε χέρι και ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλα, τα χτυπά για να συνοδέψει ρυθμικά το τραγούδι. Παίζονται μόνα τους ή κάποιες φορές και με μελωδικά όργανα, όπως το βιολί, τη λύρα τον ταμπουρά κ.ά.

Τα ζίλια είναι μεταλλικά κύμβαλα, σιδερένια ή μπρούντζινα, με τρύπα στη μέση. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν. Έτσι συναντάμε ζίλια με διάμετρο 6-8 εκ. περίπου, σπανιότερα και παραπάνω, τα οποία κρατά ο εκτελεστής, από ένα στο κάθε χέρι.

Το ντέφι είναι ένας ξύλινος κύλινδρος. Η μία βάση του κυλίνδρου είναι σκεπασμένη με δέρμα. Πολλά ντέφια έχουν γύρω-γύρω στον κυλινδρικό σκελετό, σε ίση απόσταση, ζίλια, μικρά δηλαδή μπρούντζινα διπλά κύμβαλα. Το μέγεθός του ποικίλλει από 20-50 εκ. ή και περισσότερο.

Το Έντεχνο τραγούδι

Εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 – αρχές δεκαετίας του 1960 με πρωτεργάτες τους: Μάνο Χατζιδάκι (Ο Κύκλος με την κιμωλία, Παραμύθι χωρίς Όνομα) και Μίκη Θεοδωράκη (Επιτάφιος). Κοινό χαρακτηριστικό των πρωτεργατών του «έντεχνου-λαϊκού» τραγουδιού ήταν εκπαίδευσή τους στην κλασική μουσική και η αναζήτηση της ελληνικότητας. Επινοώντας το έντεχνο τραγούδι μετέφεραν και ορισμένα από τα ιδεώδη της Εθνικής Σχολής στο λαϊκό τραγούδι.

Ο όρος έντεχνο-λαϊκό΄΄ περιέχει δύο αντιφατικές έννοιες, δηλωτικές του διχασμού του Νεοέλληνα ανάμεσα στην λαϊκή παράδοση και τον δυτικό προσανατολισμό Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει το Έντεχνο λαϊκό τραγούδι ως: «ένα σύγχρονο σύνθετο μουσικό έργο τέχνης που θα μπορεί να αφομοιωθεί δημιουργικά από τις μάζες». Αφετηρία της προσπάθειας αυτής είναι ο «Επιτάφιος» (1958, σε ποίηση Ρίτσου), για τον οποίο ο Θεοδωράκης αναφέρει: «δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική μουσική και στη σύγχρονη ελληνική ποίηση».

Ως αποτέλεσμα δημιουργείται μια παράδοση μελοποιημένης ποίησης που ονομάζεται «Έντεχνο τραγούδι». Διαφέρει από το λαϊκό κυρίως στο στίχο, αλλά και στη μουσική (ενορχήστρωση, ύφος). Ο χαρακτήρας του είναι περισσότερο δυτικός όσον αφορά στα συνθετικά μέσα, δεν έχει όμως καμία σχέση με τη φόρμα του δυτικοευρωπαϊκού ρομαντικού και μεταρομαντικού έντεχνου τραγουδιού. Το ελληνικό Έντεχνο τραγούδι αποκτά γρήγορα μεγάλη απήχηση στις πλατιές μάζες, φαινόμενο πραγματικά σπάνιο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σε αυτό συνέβαλε και ο ενεργός πολιτικός ρόλος του συγκεκριμένου είδους κατά τη περίοδο της δικτατορίας.

Μερικά χαρακτηριστικά της παράδοσης αυτής του Έντεχνου λαϊκού τραγουδιού είναι:

  1. Οι κύκλοι τραγουδιών: δίσκοι με ενότητες τραγουδιών που ακολουθούν μια ενιαία κεντρική ιδέα. Πρόκειται για μελοποιημένη ποίηση σύγχρονων – κυρίως Ελλήνων – ποιητών ή στιχουργών.
  2. Καθιέρωση του λαϊκού τραγουδιστή και του λαϊκού μουσικού οργάνου (μπουζούκι) ως αυθεντικών εκφραστών του γνήσιου ποιητικού πάθους.
  3. Νέα μορφή επικοινωνίας με το κοινό με την καθιέρωση της λαϊκής συναυλίας σε ανοικτούς ή ειδικά διαμορφωμένους χώρους, με μαζική συμμετοχή.

Ενδεικτικοί κύκλοι τραγουδιών που θεωρούνται σήμερα κλασικοί του Έντεχνου τραγουδιού είναι:

Άλλοι σημαντικοί συνθέτες που υιοθέτησαν το τραγουδιστικό κλίμα του Έντεχνου ήταν οι: Μάνος Λοΐζος, Δήμος Μούτσης, Χρήστος Λεοντής, Δημήτρης Λάγιος, Νίκος Μαμαγκάκης και από πλευράς στιχουργών οι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Τάσος Λειβαδίτης κ.ά.

Χαρακτηριστικότεροι ερμηνευτές της πρώτης γενιάς του Έντεχνου ελληνικού τραγουδιού (1950-1980) είναι οι Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Μούτσιος, Μαρία Δημητριάδη, Φλέρυ Νταντωνάκη, Αλίκη Καγιαλόγλου, Μαρίζα Κώχ, Νάνα Μούσχουρη κ.ά., ενώ από το 1980 μέχρι σήμερα έχουν ξεχωρίσει οι Νένα Βενετσάνου, Σαβίνα Γιαννάτου, Έλλη Πασπαλά, Μανώλης Λιδάκης, Γιάννης Κότσιρας, Δημήτρης Μπάσης και Νατάσα Μποφίλιου, μεταξύ άλλων. Παράλληλα, γνωστοί τραγουδιστές όπως οι Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Τάνια Τσανακλίδου, Γιώργος Νταλάρας και Μελίνα Ασλανίδου, έχουν επίσης ασχοληθεί κατά καιρούς με το Έντεχνο πραγματοποιώντας αξιόλογες ερμηνείες.

Στην παράδοση του Έντεχνου τραγουδιού προστέθηκαν μέσω της διάδοσης των μπουάτ, οι “τραγουδοποιοί”, που γράφουν τη μουσική, το στίχο και τραγουδούν οι ίδιοι τα τραγούδια τους . Πρωτεργάτης θεωρείται ο Διονύσης Σαββόπουλος, ενώ ανάμεσα στους σημερινούς εκπροσώπους του είδους είναι ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης, o Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Αγγελάκας (στην περίοδο της Σόλο καριέρας του) κ.ά.

Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, εμφανίζεται και το ελληνικό ροκ που πατάει κυρίως σε δυτικές μουσικές φόρμες αλλά χρησιμοποιεί ελληνικό στίχο. Σημαντικοί εκφραστές του είδους θεωρούνται ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας και ο Δημήτρης Πουλικάκος. Στις επόμενες δεκαετίες ακολουθούν τα γκρουπ Τρύπες, Μωρά στη Φωτιά, Ξύλινα Σπαθιά, Διάφανα Κρίνα, Ενδελέχεια, κ.ά.