Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Οι πληροφορίες που διατίθενται για τη θέση των ελληνίδων στην Τουρκοκρατία προέρχονται κυρίως από τις αναφορές των περιηγητών, που επισκέπτονταν περιοχές κάτω από ποικίλες στρατιωτικές και πολιτικές συνθήκες και για διαφορετικούς λόγους, καθώς επίσης και από τα δημοτικά τραγούδια, πολλά από τα οποία αναφέρονται στην πολεμική δράση και τις ηρωικές πράξεις γυναικών. Αξιομνημόνευτη είναι, επίσης, «η συμβολή της Καλλιρρόης Παρρέν και των συνεργατριών της, που συγκέντρωσαν σπυρί-σπυρί τις πληροφορίες και τις δημοσίευσαν στην «Εφημερίδα των Κυριών»,. Δυστυχώς, οι ιστορικοί και οι βιογράφοι του προηγούμενου αιώνα που ασχολήθηκαν με την περίοδο της Ελληνικής επανάστασης παρέλειψαν να συμπεριλάβουν στα έργα τους την κοινωνική δράση και την πολεμική συμβολή των γυναικών.

Οι αναφορές των περιηγητών της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας από το 16ο ως το 19ο αιώνα περιέχουν πληροφορίες για τον τρόπο ζωής, τα έθιμα, τις ενασχολήσεις, την εκπαίδευση, την κοινωνική, αλλά και στρατιωτική προσφορά των γυναικών. Αν και δε διευκρινίζεται επαρκώς ο βαθμός επιρροής των γυναικών στα δημόσια πράγματα κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, αναφέρονται περιπτώσεις στις οποίες διαφαίνεται μια διακεκριμένη θέση και παρουσία τους στη δημόσια ζωή, όπως η περίπτωση των γυναικών της Μυκόνου, που εντυπωσίασε έναν Άγγλο περιηγητή του 19ου αιώνα.

Αν και, όπως αναφέρεται, η εκπαίδευση των γυναικών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, υπήρχαν μορφωμένες γυναίκες, όπως η μητέρα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου Ρωξάνη, που είχε διδαχθεί από το μεγάλο λογοθέτη Ιωάννη Καρυοφίλλη και θεωρούνταν μια από τις πιο μορφωμένες γυναίκες της εποχής της. Πολλές από τις γυναίκες αυτές, κυρίως οι φαναριώτισσες, δώριζαν χρήματα σε μορφωτικά ιδρύματα ή επιχορηγούσαν μεταφράσεις και εκδόσεις λογοτεχνικών και άλλων βιβλίων. Έτσι, η Μαρία Σούτσου, σύζυγος του λογοθέτη Δράκου Σούτσου, και η Ελένη Σούτσου, σύζυγος του Δημητρίου Σούτσου, δώρισαν χρήματα για την Πατριαρχική Σχολή, η Ελέγκω, σύζυγος του Μιχάλη Βλαγκάζη, πρόσφερε 2000 πιάστρες στο Σχολείο της Κωνσταντινούπολης. Η Ελένη, σύζυγος Μανώλη Ζάβρα, από τη Θεσσαλονίκη επιχορήγησε την επανέκδοση της μετάφρασης του βιβλίου «Του νέου Ρομπινσόν συμβάντα», που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1819. Πολλές ήταν, επίσης, και οι μορφωμένες γυναίκες που μετέφρασαν ή έγραψαν οι ίδιες λογοτεχνικά έργα.

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

 

Γνωστές και άγνωστες γυναικείες μορφές της ελληνικής επανάστασης, που έδωσαν ακόμα και την ζωή τους για την ελευθεριά της πατρίδας μας.

Ελληνίδες, οι οποίες αγωνίστηκαν για την ελευθεριά και θυσιάστηκαν για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού, αλλά και γυναίκες, που διέθεσαν την περιουσία τους στον αγώνα και πέθαναν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας.

Ελισάβετ Υψηλάντη, η μητέρα των Υψηλάντηδων, αποκαλούνταν «Πρωτομάνα των Φιλικών». […] έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον αγώνα που προετοιμάζεται. Στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της συγκεντρώνονται οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της εξεγέρσεως. Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση, που ο Αλέξανδρος (Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους εταίρους: «-Γράψτε στο τέλος της διακήρηξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου».

Την Μαριγώ Ζαραφοπούλα, την χρησιμοποίησαν πολλές φορές για μεταφορά πολύτιμων εγγράφων. Έδωσε πολλές φορές λεπτά στην Εταιρία της Πόλης, πήρε μυστικά απ’ τους Τούρκους και τα ‘φερε στους Φιλικούς, έσωσε πατριώτες απ’ προδοσίες και φυγάδεψε στελέχη του αγώνα σε στιγμές κινδύνου. Όπως βεβαιώνουν οι  Π.Μαυρομιχάλης και Δημ. Ορλώφ «… εφυλακίσθη και εξωρίσθη ως λαβούσα μέρος εις την Εταιρίαν».

Η Ευφροσύνη Νέγρη, Ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών και η αίθουσα της απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών. Υπό τας μυροβόλους ανθοδέσμας των πολυτελών δοχείων, εκρύβοντο τα εγχειρίδια και τα όπλα, τα οποία κρυφά και μεταξύ δύο φιλοφρονήσεων μετεβιβάζοντο εις τους ήρωας, οίτινες υπό τοιούτων γυναικών ενεθαρρύνοντο εις την ευγενή και μεγάλην απόφασιν να πληρώσωσι με το αίμα τους την ελευθερία της χώρας των.

Επίσης, αν και η επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών σε γενικές γραμμές περιορίζονταν σε ενασχολήσεις που θεωρούνταν γυναικείες, όπως είναι η υφαντική, τα εργόχειρα και γενικά τα χειροτεχνήματα, για την ενίσχυση της οικογένειας, καθώς επίσης η πρακτική ιατρική και η πρακτική μαιευτική, υπήρχαν περιπτώσεις που οι γυναίκες εργάζονταν το ίδιο σκληρά με τους άνδρες και μάλιστα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Για παράδειγμα, οι γυναίκες των ορεινών περιοχών της Ηπείρου, που αναφέρονται ως εξελληνισμένες Βλάχες, εργάζονταν μεταφέροντας στις πλάτες τους μεγάλες πέτρες, όμοια με τους άνδρες λαμβάνοντας αμοιβή διόλου λιγότερη από εκείνη των ανδρών.

Εντύπωση, επίσης, προκάλεσε το παράδειγμα των γυναικών του Σουλίου και της Μάνης, οι οποίες μάχονταν στο πλευρό των ανδρών, όπως και οι άνδρες, με αξιοσημείωτο σθένος και τόλμη. Το Σούλι ήταν οργανωμένο στη βάση αρρενογονικών γενών, όπου ο γάμος ήταν πατροτοπικός, ενώ φαίνεται ότι συνήθιζαν τις επιγαμίες, αλλά και τους πολλαπλούς γάμους, με σκοπό τη σύναψη συμμαχιών «με ισχυρά τοπικά κοινωνικοοικονομικά ερείσματα». Οι Σουλιώτισσες υφίσταντο τους περιορισμούς που υπήρχαν για τις γυναίκες στις ανδροκεντρικές οικογένειες, συμμετείχαν, όμως, ενεργά τόσο στην εργασία για τη διασφάλιση του ζωικού κεφαλαίου της ομάδας και για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας ως «παραγωγικός εργάτης» και μάλιστα σε δύσκολες συνθήκες, όσο και στις επιδρομές που πραγματοποιούσαν οι πολεμιστές για την υπεράσπιση του τετραχωρίου.

Μας λεει η κυρια Ξηραδάκη Κ. στο βιβλιο της    (Γυναίκες στην Φιλική Εταιρία και Φαναριώτισσες»    «Οι Μανιάτες παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τους Σουλιώτες, στο χαρακτήρα, στις συνήθειες, στην ενασχόληση. Στο Σούλι και στη Μάνη είναι δύο μέρη που εχθρικό πόδι δύσκολα τα πάτησε, για τούτο και έγιναν πολλές φορές σκληροί και πείσμονες αγώνες για την κατάκτησή τους, πράγμα που τους έκανε έμπειρους πολεμιστές. Όσο για τις γυναίκες της Μάνης είχαν κι αυτές γαλουχηθεί στη σκληρή πολεμική ζωή απ’ τον καιρό του Λυκούργου».

Επίσης, Ξηραδάκη Κ. «Η γυναίκα στο Σούλι δεν ήταν ίση με τον άνδρα, γιατί η σουλιώτικη κοινωνία ήταν ανδροκρατική. Ωστόσο, είχαν μια ιδιαίτερη υπόσταση. Γυμνάζονταν στα όπλα».

 

Οι ανάγκες επιβίωσης της ομάδας, που χρειαζόταν πολεμιστές, καθιστούσε τη μητρότητα ιδιαίτερα σημαντική και έδινε στη γυναίκα κεντρικό ρόλο. Ο ρόλος της αυτός, σε συνδυασμό με τη συνδρομή της στους αγώνες και την ενεργό συμμετοχή της στις πολεμικές επιχειρήσεις, συχνά έδινε στη Σουλιώτισσα μια ξεχωριστή δυναμική. Έτσι, σε περιπτώσεις απουσίας ή θανάτου του άρρενος αρχηγού του οίκου, ο οποίος άφηνε ανήλικα παιδιά, την αρχηγία μπορούσε να αναλάβει η πιο ηλικιωμένη γυναίκα που είχε δεσμούς αίματος με τον απουσιάζοντα αρχηγό, ενώ σε περίπτωση θανάτου του η σύζυγός του με τα ανήλικα παιδιά και την μητέρα του ή τη θεία του αναγνώριζαν ως αρχηγό το μεγαλύτερο αδελφό του θανόντα.

Οι θρυλικές πρωτοβουλίες των Σουλιωτισσών στις μάχες εναντίον του Αλή Πασά και οι ηρωικοί τους θάνατοι μνημονεύονται ως δείγματα σπάνιας δύναμης και τόλμης. Η Μόσχω, σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα, που οδήγησε 300 γυναίκες, μεταξύ αυτών και την κόρη της Σόφω, σε ένοπλη επίθεση εναντίον τριών χιλιάδων Τουρκαλβανών, η Χάιδω που μετέφερε πολεμοφόδια κατά τον αγώνα των Σουλιωτών στο Κούγγι, όπου τραυματίστηκαν και σφάχτηκαν πολλές γυναίκες, η Μαρία, κόρη του Γιώργη Μπότσαρη, που χώρισε τον άντρα της και έγινε μοναχή (η αδελφή Μακαρία), όταν ο Γιώργης Μπότσαρης αυτομόλησε προς τον Αλή Πασά, η Δέσπω, σύζυγος του Γιώργη Μπότσαρη, που, αφού πολέμησε στη Ρηνιάσα με τις κόρες και τις νύφες της εναντίον των Τούρκων, ανατίναξε τον Πύργο μέσα από τον οποίο πολεμούσαν για να μην παραδοθούν, η Ελένη Κίτσου Μπότσαρη που μετά το Ζάλογγο αφέθηκε να παρασυρθεί στο ρέμα για να μην συλληφθεί από τους Τούρκους. Ακόμη, η Δέσπω Φώτου Τζαβέλα, για την οποία αναφέρεται ότι είχε το βαθμό του ταγματάρχη και μάλιστα ότι έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Νεάπολης το 1805 κατά του Ναπολέοντα με το εκστρατευτικό σώμα των Ρώσων, η Φωτεινή Κολοκοτρώνη, κόρη του Φώτη Τζαβέλα και σύζυγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, η οποία διακρινόταν για την κρίση της και αναφέρεται ότι διετέλεσε και σύμβουλος της βασίλισσας, η Χρυσούλα, η Βασιλική και η Αικατερίνη Μάρκου Μπότσαρη, η Αγγελική Κώτση Γεωργίτσα Σαφάκα, αλλά και πολλές ανώνυμες Σουλιώτισσες που έπεσαν ομαδικά στο Σέλτσο, όπου άλλες κατακρεμνίστηκαν και άλλες πνίγηκαν στον Αχελώο και επίσης οι Σουλιώτισσες που έπεσαν στο Ζάλογγο, είναι κάποιες μόνο από τις γυναίκες του Σουλίου που έβαλαν τη σφραγίδα τους στις μάχες κατά των Τούρκων και διακρίθηκαν για την αυτοθυσία τους.

Όμως, η δράση των γυναικών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εξαπλώνεται σε ολόκληρη την επαναστατημένη επικράτεια. Κατά μία άποψη, ακόμη και ο πνιγμός της κυρά Φροσύνης, μαζί με 16 άλλες γυναίκες των Ιωαννίνων δεν οφείλεται σε λόγους ερωτικής αντεκδίκησης, αλλά σε πολιτικούς λόγους. Στις διαδικασίες για την οχύρωση της πόλης του Μεσολογγίου και τις πολεμικές προετοιμασίες σε όλη τη διάρκεια του 1823 οι Μεσολογγίτισσες συμμετείχαν ενεργά με όλους τους τρόπους, ενώ, σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι Αύγουστος Φαμπρ και Σάμουελ Χάου, κατά την ηρωική έξοδο πολλές γυναίκες ντύθηκαν με αντρική περιβολή, προτιμώντας, αν δεν κατόρθωναν να διαφύγουν, να φονευθούν από τους Τούρκους ως άνδρες πολεμιστές. Οι γυναίκες κατά την έξοδο πολέμησαν επάξια με τους άνδρες, πολλές έπεσαν στη μάχη, άλλες αιχμαλωτίστηκαν και κάποιες σώθηκαν.

 

Ανάλογη ήταν η συνδρομή τους και κατά την πολιορκία της Ακρόπολης. Στη μάχη αυτή έλαβαν μέρος, μεταξύ των άλλων γυναικών, η Ασημίνα Γκούρα, η οποία ήταν μυημένη στη Φιλική Εταιρεία και η οποία, λόγω του σθένους που επέδειξε στη μάχη της πολιορκίας της Ακρόπολης, αναγνωρίστηκε από τους άνδρες ως καπετάνισσα, η Μαμούραινα, σύζυγος του Ιωάννη Μαμούρη, η Ελένη Αναγνωστοπούλου και η μητέρα των αγωνιστών Λέκκα. Επίσης, ο Νικόλαος Καρώρης στο Ημερολόγιο της Πολιορκίας των Αθηνών αναφέρει την περίπτωση μιας γυναίκας από τα Κιούρκα, η οποία διέφυγε από το στρατόπεδο των Τούρκων, όπου κρατούνταν ως αιχμάλωτη, και πληροφόρησε τους Έλληνες για τις τούρκικες δυνάμεις.

Κωνσταντίνα Ζαχαριά (…) εδράξατο των όπλων, ίνα εκδικηθή, και αναπετάννυσι σημαίαν επί της κατοικίας αυτής! Αι γυναίκες της Λακωνίας και οι γεναίοι του Πενταδακτύλου φλέγονται εν ταις διηγήγεσιν αυτής και ακολουθούσιν αυτή εν τη κοιλάδι της Λακεδαίμονος, ένθα διακηρύττει την αναγέννησιν της Ελλάδος ηγουμένη πεντακοσίων χωρικών. (…)Αφού ηνάγκασε τους Τούρκους να εγκλεισθώσιν εν τω φρουρίω Μιστρά , ανέρχεται τον ρουν του Ευρώτα μέχρι Λεονταρίου , ένθα ανατρέπει την Ημισέληνον των τεμενών και πυρπολεί τον οίκον του Βοϊβόδα , όστις πίπτει υπό τας βολάς αυτής.  (Φ.Πούκεβιλ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Α’ τόμος,

 

Χρήση όπλων στις μάχες έκαναν και οι γυναίκες των Κολοκοτρωναίων, καθοδηγούμενες από την καπετάνισσα, τη μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ζαμπέτα Κολοκοτρώνη, η οποία στον Μοριά «μοιράστηκε τις περιπέτειες των Κολοκοτρωναίων με θάρρος και παλληκαριά». Όμως, η «ανδροκρατική αντίληψη» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «δεν τον άφησε να δει ως ηρωίδα» τη γυναίκα του Αικατερίνη, αφού απέφυγε να εξάρει τη δράση της στο μνημόσυνο και την ανακομιδή των λειψάνων της. Αν και σε γενικές γραμμές η συμβολή των γυναικών στις πολεμικές επιχειρήσεις του αγώνα είχε την αποδοχή και την ηθική επιβράβευση των οπλαρχηγών, δεν έλειψαν και περιστατικά απαξίωσης της γυναικείας συμμετοχής, όπως στην περίπτωση των οπλαρχηγών Π. Μαυρομιχάλη, Π. Γιατράκου και Ν. Σταματελόπουλου, οι οποίοι αρνήθηκαν να δεχτούν στο στράτευμα την Άννα Τριτζοπούλου-Λαούπη που παρουσιάστηκε με 23 εθελοντές για να πολεμήσουν.

Οι γυναίκες πολέμησαν και διακρίθηκαν σε όλες τις μεγάλες μάχες: στο Βαλτέτσι, στο Αγιονόριο Κορινθίας, στη μάχη των Τρικόρφων, στο Δηρό εναντίον του Ιμπραήμ, πολεμώντας με «όπλα, με ξύλα, με δρεπάνια και με πέτρες», στη μάχη στο Πολυάραβο, ενώ 120 γυναίκες και παιδιά έπεσαν στη λίμνη της Αγουλινίστας «αυθόρμητα και πνίγηκαν για να αποφύγουν την ατίμωση»,

Και ενώ αμέτρητες γυναίκες διακρίθηκαν και θυσιάστηκαν στα πεδία των μαχών, η Αγγελίνα Νικήταινα, σύζυγος του Νικηταρά και αδελφή του Θεόδωρου Ζαχαρόπουλου, πρόσωπο με πολιτική γνώμη και κρίση, κλήθηκε να διαμεσολαβήσει, όταν «ξέσπασε ο πρώτος εμφύλιος» ανάμεσα στην παράταξη του Κολοκοτρώνη και την κυβέρνηση Κουντουριώτη.

 

Οι γυναίκες πολέμησαν, αιχμαλωτίστηκαν, βασανίστηκαν και θυσιάστηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση και στη νησιώτικη Ελλάδα, στις σφαγές της Χίου, στην καταστροφή της Κάσου, των Ψαρών, στη λεηλασία της Εύβοιας, συχνά προάγοντας την ανδρεία πάνω από το συναίσθημα, ακόμη και αν αυτό αφορούσε στη μητρότητα ή τη συζυγική αφοσίωση, όπως η Δέσποινα Κανάρη, σύζυγος του ναυάρχου Κανάρη και η Αγγελική Τσάκαλη«που χώρισε τον άντρα της, Ν. Παπαδημητράκη, γιατί στην εκστρατεία της Χίου, φοβήθηκε και το ’σκασε από το πυρπολικό του Κανάρη». Ανάμεσα στις γυναίκες που πολέμησαν ηρωικά είναι και οι καπετάνισσες του στόλου, όπως είναι η Δόμνα Βισβίζη, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους. Όπως έγραψε ο Ιωαν. Φιλήμων, η Δόμνα Βισβίζη ανέλαβε τη διοίκηση του πλοίου, που διοικούσε ο πλοίαρχος σύζυγός της, «…ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα μη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοήθειας», ενώ ο Οδ. Ανδρούτσος «πιστοποιούσε με έγγραφό του ότι η Δόμνα Βισβίζη τον Μάη του 1822 έσωσε αυτόν και τους άντρες του προμηθεύοντας τρόφιμα και πολεμοφόδια, που χωρίς αυτά ο στρατός του θα είχε διαλυθεί.»

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, χήρα με έξι παιδιά από τους δύο γάμους της, δε συντήρησε απλώς αλλά αύξησε τη μεγάλη περιουσία που της άφησε ο δεύτερος σύζυγός της, Δημήτρης Μπούμπουλης, έπεισε τη βασιλομήτορα Βελιδέ να μην της δημεύσουν οι Τούρκοι την περιουσία, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε δυναμικά με οχτώ πλοία στην πολιορκία του Ναυπλίου, διοικώντας η ίδια το πλοίο «Αγαμέμνων», το οποίο όπλισε με δεκαοκτώ κανόνια. Αφού λύθηκε η πολιορκία του Ναυπλίου, αποβιβάστηκε στους Μύλους και από ᾽κει έφτασε έφιππη στο Άργος, συνοδευόμενη από το γιο της και τον Γκίκα Μπότσαρη, μεταφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια και ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές. Πολέμησε στην Τριπολιτσά δίπλα στον Κολοκοτρώνη, ενώ τον Μάιο του 1821 πολιόρκησε με το πλοίο της «Αγαμέμνων» το απόρθητο φρούριο της Μονεμβασιάς, αναγκάζοντας τους πολιορκημένους Τούρκους να παραδοθούν.

Η Μαντώ Μαυρογένους, κόρη του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένους, έξυπνη, μορφωμένη και γλωσσομαθής, αφού εκτός από τη μητρική της γλώσσα μιλούσε ακόμη τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά, όταν κηρύχθηκε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στη Μύκονο και έλαβε μέρος στο πατριωτικό συμβούλιο. Ναύλωσε για τις ανάγκες του αγώνα δύο πλοία, τα οποία έστειλε μαζί με άλλα μυκονιάτικα στην Εύβοια. Τον Οκτώβριο του 1822, ως επικεφαλής σώματος Μυκονιατών, απέκρουσαν διακόσιους Αλγερινούς που αποβιβάστηκαν στο νησί. Το 1823 συμμετείχε με ένα μικρό στόλο στην εκστρατεία της Καρύστου και για τη συμμετοχή της αυτή της απονεμήθηκε «μοναδικό προς γυναίκα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, το αξίωμα του επιτίμου αντιστρατήγου, που το 1829 επικυρώθηκε επίσημα από τον Καποδίστρια και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για εγκατάστασή της», ενώ στη Μύκονο στέφθηκε με δάφνινο στεφάνι, όπως αρμόζει «εις τους πολεμιστάς οι οποίοι ήθελον διακριθεί επ’ ανδραγαθία επί του πεδίου της μάχης…». Στην Ύδρα γνώρισε τον Κανάρη, ενώ μαζί με τους Γκούρα, Οδ. Ανδρούτσο και Διαμαντή έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Φωκίδας. Προσπαθώντας ακόμη να εκμεταλλευτεί το ρεύμα του φιλελληνισμού που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη και στην Αμερική έγραψε στις Γαλλίδες, προκειμένου να τις ευαισθητοποιήσει υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε έργο του Ιωαν. Ζαμπέλιου, έγραψε και στον Καποδίστρια, προκειμένου να τον προειδοποιήσει για το δόλο των Μαυρομιχάληδων. Η Μαντώ Μαυρογένους προσέφερε ό,τι είχε στην κατοχή της στον αγώνα του έθνους για την απελευθέρωση, γεγονός που την έφερε σε ρήξη με την οικογένειά της, και στο τέλος δεν της απόμεινε τίποτε από την περιουσία της. Εικάζεται ακόμη ότι η Μαντώ Μαυρογένους, όπως η Μπουμπουλίνα και πολλές άλλες γυναίκες, είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία.

Μας λεει η κυρια Ξηραδάκη Κ. Εγραφε, μεταξύ άλλων, προς τις Γαλλίδες: «Εσείς βλέπετε τους άντρες σαν θαυμαστές των θελγήτρων σας, ενώ εγώ τους βλέπω σαν στηρίγματα χώρας μου. Τους δένετε στο άρμα σας για να τους θαμπώσετε με τη λάμψη(!) ενώ εγώ τους δένω στο άρμα μου για να τους κάνω να πετάξουν προς τη δόξα. Οι θαυμαστές μου γίνονται άντρες, ενώ οι δικοί σας μένουν σκλάβοι….Οι περισσότεροι από τους δημόσιους άνδρες σας συνωμοτούν για το ατομικό τους όφελος εναντίον του κράτους. Ποτέ μια γυναικεία θελκτική φωνή δεν ακούγεται να τους λέει να είναι καλοί πολίτες, και παραμένουν κακοί υπουργοί ή φιλοχρήματοι και σερνάμενοι πολιτικάντηδες (!)… Οι Έλληνες, γεννημένοι για την ελευθερία, μόνο στους ίδιους τους εαυτούς τους μπορούν να την οφείλουν. Έτσι δεν εκλιπαρώ διόλου την συνδρομή σας εις το να κάνετε τους συμπατριώτες σας να μας στείλουν βοήθεια, αλλά μόνον εις το να τους αποτρέψετε να βοηθήσουν τους εχθρούς μας. Η Ιερά Συμμαχία έταξε ως σκοπό της τη διατήρηση των επικρατειών των νομίμων χριστιανών βασιλέων. Ο Σουλτάνος είναι ένας άπιστος ηγεμών και δεν υπήρξε ποτέ νόμιμος ηγεμών. Η Οθωμανική Πύλη δεν άσκησε ποτέ απάνω μας μέχρι τώρα παρά το δικαίωμα του ξίφους. Κατείχε την Ελλάδα κατακτητικώ δικαιώματι. Με την κατάκτηση πρέπει να της την αποσπάσουμε…»

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

 

Σε όλους όσοι αισθάνθηκαν ελεύθεροι να πεθάνουν για την πατρίδα τους το λιγότερο που αρμόζει είναι η αποσιώπηση της δράσης τους. Πόσο παράδοξη φαντάζει η ολιγωρία ορισμένων σύγχρονων Ελλήνων, πρωτίστως Ελλήνων και κατόπιν ιστοριογράφων, ακαδημαϊκών κ.λπ., απέναντι στην επαπειλούμενη άλωση του ίδιου τους του έθνους!  Την ίδια αίσθηση προκαλεί και η επιλεκτική μνημόνευση η οποία αφήνει υπόνοιες σκοπιμότητας και μεθοδεύσεων ανεξαρτήτως είδους και προέλευσης. Δίχως να αξιώνει δάφνες για την πρωτοτυπία ή τον αντιδιχαστικό της χαρακτήρα, η άποψή μου είναι ότι κανείς από μόνος του δε θα μπορούσε να είχε επιτύχει το δεδομένο αποτέλεσμα —oύτε οι αγωνιστές, ούτε οι γυναίκες τους, ούτε ο παπάς του χωριού, ούτε ο δάσκαλος. Φαντάζομαι την ιστορία να ζωντανεύει όταν μάχεται την γραμμικότητά της δίνοντας διαστάσεις σε κάθε καθημερινότητα που μελετά.

 

 

 

 

Πηγες : –  Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Ωνάση

             – Γυναίκες στην Φιλική Εταιρία και Φαναριώτισσες, Κούλας Ξηραδάκη,  Αθήνα 1971

          – Φ.Πούκεβιλ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως,

          – Ελληνικη Επανασταση 1821  Ι. Φιλιμων

           – Βικιπαιδεια

           – Εφημερίδα των Κυριών Αρθρο της Κ. Παρρεν