ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (Ένας παρεξηγημένος οραματιστής)

Ξεκινώντας την στήλη Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΠΑΤΡΑ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ θα αναφερθώ στον Περικλή Γιαννόπουλο, αυτό τον μεγάλο Έλληνα, τον σπουδαίο, αλλά παρεξηγημένο οραματιστή, τον πυργωτή της εθνικής ιδέας και της εθνικής συνείδησης, τον απηνή διώκτη της ξενικής επιρροής, τον «απροσάρμοστο» του 20ου αιώνα, «τον εξοχότερο των Νέων Ελλήνων», όπως τον αποκάλεσε ο Γαβριηλίδης. Χαρακτηρίστηκε από τους ομόδοξούς του πατέρας του πνευματικού κινήματος του ελληνοκεντρισμού και του ελληνικού εθνικισμού, «ο μεγαλύτερος, ο ευγλωττότερος και ο φωτεινότερος απόστολος του κατά φύσιν ελληνικού ζην», «άγιος της ελληνικής νεολαίας», «αηδόνι της ελληνικής γης», «μάγος της ελληνικής γλώσσας», ή ακόμη, απλά και πάνω απ’ όλα, «ο Έλλην». Και ακόμη, αισθητικός της ελληνικότητας, σουρεαλιστής πριν τον σουρεαλισμό, οικολόγος πριν το οικολογικό κίνημα, Εθνικός αλλά και Βυζαντινός μαζί, «ξανθός ιππότης», μποέμ, και δανδής μαζί, αναρχικός και σαμουράι ρομαντικός, ιδιόρρυθμος, δριμύς κατήγορος της κοινωνίας της εποχής του.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε το 1870 στην Πάτρα, οι ρίζες του  ήταν αρχοντικές. Ο πατέρας του ήταν γιατρός, από Μεσολογγίτικη γενιά και η μητέρα του από την Βυζαντινή αριστοκρατική οικογένεια των Χαιρέτηδων. Καταγόταν δηλαδή από την αρχοντική, βυζαντινής καταγωγής, οικογένεια Χαιρέτη. Γι’ αυτό φέρεται ότι επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το έργο του θείου του Εμμανουήλ Χαιρέτη. Τελείωσε το Α’ Γυμνάσιο Πατρών το 1887 κι έπειτα παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα δύο χρόνια στο Παρίσι. Ήταν πανέμορφος κι έμοιαζε σαν αρχαίος έφηβος βγαλμένος απ’ τη σμίλη του Πραξιτέλη. Επιβλήθηκε εύκολα στους κύκλους του Παρισιού και έκανε άστατη και ζωηρή ζωή. Απόλλωνα τον ονόμασε μια ηθοποιός του θεάτρου, όταν τον είδε καθισμένο στα πρώτα καθίσματα και με αυτό το όνομα τον ήξερε στη συνέχεια το Παρίσι.

Μια αναφορά του Σικελιανού, νομίζω, ότι εκφράζει απόλυτα το διάβα του Γιαννόπουλου από το κοσμικό Παρίσι:

«Η νιότη του έπαιξε παράφορα,

τον αυλό, για  να χορέψουν χίλιοι Σάτυροι,

που εξέβγαιναν μπροστά του,

μεθυσμένοι από τη ζέστα του ήλιου».

Μετά, όμως, από δυο χρόνια τα πράγματα άλλαξαν εντελώς. Ο πατέρας του πέθανε, ο νέος με την ομορφιά του Αντίνοου έμεινε χωρίς

χρήματα και οι σπουδές του ήταν ακριβώς εκεί που άρχισαν. Και το χειρότερο η υγεία του κλονίστηκε. Έτσι, έφυγε από το Παρίσι και καταφύγιο βρήκε για λίγους μήνες στο Λονδίνο, κοντά στον αδελφό του.

Το 1893, τη χρονιά που ο Τρικούπης αναγνώριζε στη Βουλή την πτώχευση της Ελλάδας, ξαναντικρύζει την αγαπημένη του Ακρόπολη και γράφεται στη Νομική Σχολή, που όμως δεν πρόκειται να φοιτήσει ποτέ. Στην Αθήνα αποκαταστάθηκε η υγεία του κι άρχισε να δημοσιεύει μεταφράσεις από έργα του Ντίκενς, του Πόε, του Λοτί και του Μπωντλαίρ.  Τὰ πρώτα σκιρτήματα στη καρδιά από το λόγο του ωραίου ελληνολάτρη:

«Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου […..]

Ένα γράμμα, όμως, που ήρθε από τα Μέθανα του λόγιου φίλου του Γεννάδιου, έμελλε να αλλάξει τη ροή της ζωής του Γιαννόπουλου και την προσφορά του στη χώρα: « Παύσε να διαβάζεις Μπωντλαίρ και λοιπά περιττώματα» τού έγραφε και τον προέτρεπε να μελετήσει καλά τους Έλληνες κλασικούς…»

Με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα, και ασυγκράτητο πάθος, εκφράζει τις ελληνοκεντρικές του πλέον ιδέες και καταγγέλλει τα κατ’ αυτόν αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας – προπαντός την ξενομανία, τον “φραγκοραγιαδισμό” όπως τον ονόμασε ο ίδιος. Το 1906 εκδίδει ως αυτόνομο βιβλίο το “Νέον Πνεύμα”, και το 1907 την εκτενέστερη “Έκκληση προς το Πανελλήνιον Κοινόν” – τα ιδεολογικά του μανιφέστα. Οι “περικλογιαννοπούλειες” ιδέες, σε σύγκρουση με κάθε κατεστημένο, προκαλούν αντιδράσεις στην Αθήνα της εποχής. Από άλλους θεωρείται απλώς ρομαντικός και ωραίος τρελός, από άλλους υβριστής, άλλοι όμως αναγνωρίζουν από την πρώτη στιγμή την πρωτοτυπία του και εμπνέονται από αυτόν. (Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Αρίστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς δημοσιεύουν πολύ εγκωμιαστικές κριτικές. Ο Ίων Δραγούμης γίνεται αδελφικός του φίλος, και μάχεται μετά τον θάνατο του Γιαννόπουλου να κάνει το όραμα του φίλου του πολιτική πράξη. Ο Άγγελος Σικελιανός θα ακολουθήσει δική του, πρωτότυπη ελληνοκεντρική πορεία, θα υμνήσει όμως και αυτός τον Γιαννόπουλο και βεβαίως δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από αυτόν.)

Συλλαμβάνει την ιδέα συγγραφής μιας ενιαίας συνθετικής εργασίας περί της Ελληνική Αναγεννήσεως, τμήματα της οποίας, όπως οι μελέτες του περί χρώματος και γραμμής, δημοσιεύονται σε εφημερίδες της εποχής εκείνης. Αρνείται προσφερθείσα εργασία στη Βιομηχανική Τράπεζα και στους σιδηροδρόμους, ζει απομονωμένος σε ένα δωμάτιο κάτω από την Ακρόπολη που του παραχώρησε ο Πατρινός κτηματίας Χαλκιόπουλος και μελετά ασταμάτητα.

Προετοιμάζοντας τον εαυτό του για την μεγάλη αποστολή του, την αναγέννηση δηλαδή της Ελλάδας, άρχισε τις εκδρομές στην αττική γη, που τη θεωρούσε προνομιούχο περιοχή του ελληνικού χώρου. Υμηττός, Πεντέλη, Ελευσίνα, τον περίμεναν καθημερινά. Έμαθε τα μυστικά κάθε πέτρας, κάθε βράχου κάθε πλαγιάς και κάθε φυτού. Αντάμωνε τις ελιές, τα πεύκα, τα κυπαρίσσια, σαν φίλους. Τα μελετούσε όλα. Ήξερε πως η φύση κρατάει κρυμμένα καλά τα μυστικά της. Μελετούσε τις αποχρώσεις ενός δέντρου κάτω από το φως του ήλιου, τα κοινά σημεία μιας ανεμώνης και ενός θυμαριού. Μέσα του βούιζαν μέλισσες, σείονταν τα στάχυα, φλέγονταν οι αγροί κι όπως είπε ο Νιρβάνας «φίλος του ήταν ο στάχυς, δουλειά η αντηλιά του μνημείου, ραντεβού του η κάθε ανεμώνη, επιχείρησίς του η ζώσα ποίησις του τόπου αυτού».

Άκουγε μέσα σ’ ένα κοχύλι τις μελωδίες του Αιγαίου. Έγινε ένα με τη φύση και κατέληξε στο συμπέρασμα και στο όνειρο: Ο τόπος κλείνει όλο το νόημα!  Δεν χρειάζεται κανένα άλλο νόημα. Ο τόπος είναι Ελληνικός και γεννά Έλληνα. Πώς είναι δυνατόν ο Έλληνας να στρέφει το βλέμμα του στην Ευρώπη, να δέχεται τις ξενικές επιρροές και να μαϊμουδίζει;

Ερώμενοι τον τόπο μας, προσκυνούμε την Ελλάδα. Εξυμνώντας την Ελλάδα, δοξολογούμε μετεωρίζουμε και πυργώνουμε τον Άνθρωπο· Δοξολογούμε τον Έλληνα Πρόγονο, που τακτοποιεί το χάος του λογισμού με τον έντεχνο Λόγο και την ερευνητική σκέψη. Τον γλύπτη που ισορροπεί σε μοναδικές αναλογίες το κάλλος. Τον ποιητή που οικοδομεί την τραγική ουσία του μύθου μέσα στην κόγχη του αρχαίου θεάτρου. Τον φιλόσοφο που λογίζει το μυστήριο του Κόσμου με τον ακοίμητο λογισμό του. Αλλά και τον ανώνυμο κάτοικο αυτής της ευλογημένης Γης, τον ξωμάχο, τον βοσκό, τον ψαρά, τον δουλευτή, που κάθε γενιά  – εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια – κατακτά νέους ορίζοντες και ψηλαφεί νέους κόσμους. Αυτή η μικροσκοπική σκόνη του Διαστήματος, ο Άνθρωπος, στα δικά μας χώματα έχει ανακαλύψει το ευδαίμον και το ελεύθερο της ζωής. Και έχοντας από την αυγή της Ιστορίας, εισχωρήσει στη δομή της ύλης, αποδεσμεύει την ενέργεια, αποκαθιστώντας την ενότητα του Απείρου. Στα δικά μας χώματα, ο Άνθρωπος έγινε Σύμπαν….. «Φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε Πλοῦτον Θεοῦ. Τί Παλάτι θὰ ἠθέλατε; Κλείσετε τὰ μάτια σας καὶ φαντασθῆτε. Ἔπειτα ἀνοίξετε τὰ μάτια σας: Τὸ ἔχετε ἐμπρός σας, ὡραιότερον τοῦ ὡραιοτέρου ὀνείρου. Εἶναι ἡ ΓΗ ΣΑΣ.»  («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904).

 

Και ο πόλεμος κηρύχθηκε. Από τη μια μεριά ο καλός κόσμος της Αθήνας, να βρίσκεται και να ζει μες στη χλιδή και την ανεμελιά, ξεχνώντας εύκολα την ντροπή του 1897, να διασκεδάζει με ιταλική μουσική και να μην νοιάζεται για τίποτε το εθνικό και αναγεννητικό, και από την άλλη ο Περικλής Γιαννόπουλος να μαστιγώνει την κατάσταση αυτή καθημερινά, να εξαπολύει βέλη απ’ τη φαρέτρα του εναντίον όσων θέλουν την ξενική επιρροή και την ενσωμάτωση άλλων, έξω Ελληνικών, συνηθειών και όσων βρίσκονται σε πολιτικά, πολιτιστικό και εθνικό λήθαργο.

Ο πόλεμος αυτός κράτησε κοντά στα δέκα πέντε χρόνια και έληξε με ήττα του Γιαννόπουλου, εκείνο το γκρίζο μεσημέρι της 10ης Απριλίου 1910, στον Σκαραμαγκά. Ο Γιαννόπουλος είναι απών από τα λογοτεχνικά δρώμενα δυο χρόνια (1904-1906).

Το 1906 κυκλοφορεί το «ΝΕΟΝ ΠΝΕΥΜΑ», έργο που τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της λογοτεχνικής πολιτικής και πολιτισμικής καταστάσεως της χώρας. Στρέφεται κατά της ξενομανίας, κατά των βουλευτών, κατά των ιερέων, που κοιμούνται στα στασίδια τους, όπως έλεγε και ο Ουγκώ, κατά του ψεύδους, κατά των βαρβάρων της Δύσεως και κραυγάζει με οργή:

«Με ψευδή δεν δημιουργούνται έθνη, μάθετε να υποφέρετε την αλήθεια, ολόκληρη και γυμνή, πεθαίνετε, διότι εσκοτώσατε το πνεύμα, Κάτω η Ελλάς των ψήφων, των Μισθών, των Χαρτοπαικτών των βουλευτών ».

 

Το βιβλίο αυτό δημιούργησε σάλο πραγματικό μεταξύ των πνευματικών ανθρώπων της εποχής εκείνης. Γύρισαν την πλάτη με περιφρόνηση οι περισσότεροι στον διαφαινόμενο προφήτη του Ελληνισμού. Μόνον ο Ξενόπουλος υπερασπίσθηκε το βιβλίο, χαλαρά, και ο Σικελιανός επίσης. Βέβαια, και ο Ίων Δραγούμης, επιστήθιος φίλος του Γιαννόπουλου, που έγραψε:

«Δεν ξέρω δεν λέει σωστά πράγματα ή στραβά τό βιβλιον τού Γιαννοπούλου, μά όταν το διάβαζα ήταν σάν άνεμος νά φυσομανούσε μέσα μου τρομαχτικά καί νά συν­τάραζε τον ελληνισμό μου όλον καί νά με ελευθέρωνε καί αφού τό διάβασα μού φάνηκε σάν τον βαρρια τον παγωμένο πού μανιασμένος σαρώνει τούς βρώμιους από μικρόβια αέρηδες καί από κάθε βρώμα ή σκουπίδι καθα­ρίζει τον Κόσμο. . .

Τον άλλο χρόνο, 1907, κυκλοφόρησε την «Έκκλησιν προς το Πανελλήνιον Κοινόν». Ο Γιαννόπουλος με το τελευταίο αυτό έργο του, έκανε έκκληση για κοινωνική αναμόρφωση και εθνική Αναγέννηση. Ο πόλεμος κατά της ξενικής επιρροής και του αμαθούς καλογηρισμού γίνεται πιο σκληρός στο βιβλίο αυτό:

«Δεν θα κρίνετε Σεις οι Φράγκοι, τα χθεσινά αγριογούρουνα, Εμάς, αλλ’ Εμείς θα κρίνωμεν Εσάς και τον Πολιτισμόν Σας»,  έγραφε.

Περιφρονεί και μισεί τους Ευρωπαίους ο Γιαννόπουλος, γιατί θεωρεί ότι μας κρατούν αιωνίως σε δουλειά και εξάρτηση και δεν αφήνουν να αναπνεύσουμε. Στο βιβλίο αυτό ορθώνεται και εναντιούνται, όχι μόνο στον Καλογηρισμό, αλλά και στον ίδιο τον Χριστιανισμό, τον οποίο προσπαθεί να αποκαθάρει από τον στείρο Εβραϊσμό, στον οποίο ερείδεται. Θεωρεί τον Χριστιανισμό μέσο και όπλο πολιτικό, επιβολής του Ελληνισμού, και ζητεί από το Ιερατείο να αντιληφθεί και να εφαρμόσει την αποστολή του αυτή, αλλιώς: «Πας παπάς αισθανόμενος ότι είναι πρώτα χριστιανός και δεύτερα Έλληνας ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ»!.

Από τα δυο αυτά βιβλία του Γιαννόπουλου ευκρινώς διαφαίνεται ο Μεγαλοϊδεατισμός του, που θέλει να σώσει από την κατάπτωση τον Ελληνισμό.

Η «Έκκληση», όμως, του Γιαννόπουλου καμιά δεν βρήκε απήχηση στον πνευματικό κόσμο της εποχής εκείνης, ούτε στο λαό, που συνέχισαν τον λήθαργο του πνευματικού ραγιαδισμού τους. Εγραφε πριν 110 χρόνια, κεραυνός, για τότε αλλά και για σήμερα («Ἔκκλησις πρὸς το Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):

 

«Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶνε Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσῃς, δὲν τὸν πείθεις τὸ Λῃστή. …..

 

Άλλοι εσήγησαν, οι πολλοί, και άλλοι, οι λίγοι, άρχισαν τις άδικες επιθέσεις σε βάρος του. Τον ονόμασαν «κίτρινο λιβελλογράφο», «Επιθεωρητή του Υμηττού», «Δον Κιχώτη» και «τρελό». Τρελός, λοιπόν, ο Περικλής Γιαννόπουλος! Και του έδειχναν τον δρόμο για τον Σκαραμαγκά, όπως μετά από 30 περίπου χρόνια έδειχναν το δρόμο στον Ιωάννη Συκουτρή προς τον Ακροκόρινθο. Είναι οι ίδιοι εκείνοι που έσυραν τον Απόστολο Μακράκη στη φυλακή και στην ταπείνωση και όμοιοι με εκείνους που ξυλοκοπούσαν τον Θεόφιλο Καΐρη, για να τον φρονιμέψουν και τελικά να τον εξοντώσουν στη Σύρο.

Ο Γιαννόπουλος πάντως περιφρόνησε τον θάνατο και τον επιδίωξε, όπως έκανε 18 χρόνια μετά και ο Κώστας Καρυωτάκης.  Ο Ιων Δραγούμης, καλλιεργητής του σπόρου των ίδιων ιδεών, μας αποκαλύπτει πολλά για να την απόφαση αυτή του Γιαννόπουλου  ο οποίος  άρχισε να εξαφανίζει τις φωτογραφίες και τα χειρόγραφά του. Έκαψε όγκους εργασιών του, μεταξύ των οποίων και την «Αρχιτεκτονική» του, που όσοι είχαν ακούσει αποσπάσματα, την εκθείαζαν. Υπερασπιζόμενος τις ιδέες του, έλεγε για δικαιολογία, ότι η Ελληνική γη που τον ενέπνευσε, θα ενέπνεε και άλλους, να γράψουν τα ίδια. Η κατάσταση  ήταν μη αναστρέψιμη, παρά τις εναγώνιες και φιλότιμες προσπάθειες φίλων του. Γράψει στο ποίημα ο τραγουδιστής   ‘’Απόσπασμα’’

Ἡ πόλις εἶνε λευκή.

Ἡ πόλις εἶνε ὡραία.

Ἡ πόλις εἶνε γεμάτη παλάτια.

Παραδίσεια στολισμένα κάθονται γύρω της ὅλα τὰ βουνά,

νυμφικὰ λάμπουν τὰ μαρμαρένια της παλάτια.

Καὶ ὁ Ἥλιος κατάχρυσος περιπατεῖ μόνος

εἰς τοὺς ἐρήμους της δρόμους καὶ κλαίει.

Κατάκλεισται εἶνε ὅλαι αἱ θύραι,

κατάκλειστα εἶνε ὅλα τὰ παράθυρα,

ἡ πόλις εἶνε νεκρά.

Ἡ πόλις ἄλλοτε ἦτο ὅλο ζωὴ καὶ ἑώρταζε λαμπρὰς ἑορτὰς

καὶ ἕνα Κακὸν Πνεῦμα ἐπέρασε καὶ ἐμαρμάρωσε τὴν χαράν.

Οἱ ἄνθρωποι εἶνε κλεισμένοι εἰς τὸ σκότος,

αἱ ψυχαὶ δεμέναι εἰς σώματα νεκρά………

 

Δημοσιεύτηκε στο ‘’ Νουμα ‘’, ἀρ. 34, 1-5-1903

 

Την προηγούμενη μέρα της 10nς Απριλίου 1910 ο Γιαννόπουλος ταχυδρόμησε, σαν αποχαιρετιστήριο δώρο, σ’ όλους τους φίλους του, μια κάρτα, που παρίστανε έναν έφηβο καβαλάρη απ’ τη ζωοφόρο του Παρθενώνα. Υποδηλωτικό του τρόπου που θα πέθαινε….

Το ίδιο βράδυ πήγε στον κινηματογράφο με συντροφιά το ζεύγος Κ. Κατσίμπαλη ( είναι οι γονείς του γνωστού Κατσίμπαλη). Καλοδιάθετος, τους κάλεσε μετά να πάρουν μια μπύρα στο Σύνταγμα. Την ώρα που πίνανε έβγαλε απ’ την τσέπη του «Το τριαντάφυλλο και το Αηδόνι» του Ουάιλδ, που είχε μεταφράσει και τους το διάβασε με φωνή βραχνή και με πικρό χαμόγελο στα χείλη.

Την άλλη μέρα, μ ’όλη τη δυνατή βροχή ο Γιαννόπουλος ντυμένος στα ολόλευκα, με άσπρη φανέλα, και γάντια γκλασσέ, πήρε ένα αμάξι και έφθασε στο Σκαραμαγκά. Εκεί, αφού έφαγε στο χάνι, ζήτησε από τον αμαξά να ξεζέψει ένα άλογο. Το πήρε, καβάλησε και προχώρησε στην ακτή. Μπροστά στο κύμα αλείφτηκε αρώματα, στεφάνωσε με αγριολούλουδα το κεφάλι και κάλπασε προς τα κύματα, μέσα στην ανοιξιάτικη νεροποντή, έχοντας πάνω του ένα σακουλάκι με βαρίδια. Σαν έφτασε έτσι, καβάλα, στα βαθιά νερά, γύρισε το άλογο προς την ακτή και κρατώντας το, με  το ένα χέρι, πυροβόλησε με τ’ άλλο στον κρόταφό του και χάθηκε μέσα στα κύματα…

Μετά από δυο βδομάδες η θάλασσα έβγαλε το πτώμα του στην παραλία της Ελευσίνας. Με αγαλματώδη ακαμψία, έμοιαζε σαν αρχαίος κούρος, που η θάλασσα τον ξαναγύριζε στο φως.

Ο αστυνόμος της Ελευσίνας με τους χωρικούς τον μεταφέρανε στο μικρό νεκροταφείο του χωριού. Την άλλη μέρα σα φτάσανε με το τραίνο ο επίλαρχος Κρίτσας με τον Κ. Κατσίμπαλη για να φροντίσουν την ταφή του, τον βρήκανε αλειμμένο με μύρα και στεφανωμένο με άνθη. Τους εξήγησαν πως δυο κυρίες, που φαίνονταν απ’ την καλή Αθηναϊκή κοινωνία, είχαν φθάσει με το πρωινό τραίνο, τον είχαν περιποιηθεί και φύγανε χωρίς κανείς να μάθει ποιες ήταν.

Υπήρχε πρωθυπουργική εντολή να ταφεί ο Γιαννόπουλος εκεί, για να μη δημιουργηθούν επεισόδια από ενδεχόμενη μεταφορά του στην Αθήνα ( Ο Βενιζέλος ήταν Πρωθυπουργός ολίγων ημερών).

Έτσι κι έγινε. Ένας παπάς έψαλε λίγο πιο πέρα απ’ το νεκρό του Γιαννόπουλου, πού ήταν πνιγμένος μέσα σε αγκαλιές από άνθη, ενώ κορίτσια της Ελευσίνας, ντυμένα με τα τοπικά τους ρούχα, ακούμπησαν δίπλα του ένα κανάτι γεμάτο νερό, όπως υπαγόρευε ένα πολύ παλιό τους έθιμο. Κάποια αρχόντισσα του τόπου πρόσφερε ένα λινομέταξο σεντόνι για να τον τυλίξουν κι ενώ τον κατέβαζαν στον τάφο, οι κόρες της Ελευσίνας χύνανε πάνω του νερό απ’ την υδρία τους. Την ίδια στιγμή, σ’ ένα ύψωμα πιο πέρα, φάνηκαν που παρακολουθούσαν ακίνητες την ταφή οι δυο πρωινές μυροφόρες. Μετά από πάρα πολλά χρόνια θα μαθευόταν πως ήταν η Σοφία Λασκαρίδου μαζί με μια φίλη της. Μόλις είχε γυρίσει επειγόντως απ’ το εξωτερικό, θέλοντας να τον προφτάσει, μα είχε έρθει αργά. Ο Γιαννόπουλος ανήκε πια στην Αττική γη που τόσο είχε λατρέψει και που τον αγκάλιαζε τώρα στοργικά.

 

Ο θάνατος του Περικλή Γιαννόπουλου προκάλεσε ταραχή στην μικρή Αθήνα του 1910. Οι εχθροί του υποστήριζαν ότι δεν ήταν στα λογικά του. Οι φίλοι του τον έκλαιγαν και προσπαθούσαν να προστατέψουν την μνήμη του.

 

Η Μυρτιώτισσα      έγραψε για τον φιλο της

«Στη ·φυση εμέ θά με θυμάστε· μόνο»,

Είπες κι απ’ το πλευρό μας ξέφυγες γοργός

 καί τώρα ακολουθεί τον υστερνό σου δρόμο

θλιμμένος και ,βαρυς ό λογισμός

 

Εύγενικέ μας φίλε, ή ωραία μορφή σου

ήταν για μάς. γλυκεία παρηγοριά

κι ήξερε ν άνασταίν ή δυνατή ψυχή σου

ολα τά νεκρωμένα μας Ιδανικά……

 

Και ο Κωστής Παλαμάς γράφει στο Περιοδικο ‘’Βωμοί’’

Πάει κι ο Άντινοος έφηβος κι ο πιο λαμπρός που ζουσε

μέ τό οραμα ήμερόφαντον ανάστασης ώς πέρα

μιας ομορφιάς έλλήνισσας, άπάνου από τά λόγια,

καί πού γοργά τη ζήση. του πού ζούσε άνάμεσό μας,

και ξαφνικά, την τράβηξε μέσ’ από μάς και! φεύγει,

καθως τραβάς τό χέρι σου να μή σου τό μολεψη

το χέρι κάποιου ανάξιου με τό χαιρετισμό του.

 

Ο Μαλασάσης λίγες μέρες μετά τον Θάνατο του γράφει

Τώρα σ; εύλάβεία μνήμης, ώ ’Απολλώνιε ζήσε,

Νέος μαζί κι αρχαίος—μια λύπη, μιά χαρά—

Σαν απ’ τόν Πραξιτέλη μαρμαρωτμένος να είσαι

Καί σαν ζωγραφισμένος Απ’ τό Λα-Γκάνταρά.

 

Ο δε Σικελιανός πέντε ημέρες μετά τον θάνατο του έγραψε ποίημα  250 στίχων που αρχίζει

‘’Κάψτε το ωριο Ιππόλυτον! Ω νιάτα

Που κρατάτε καθάρια μιαν Ελλάδα

Σκαλισμένη στα μάρμαρα…’’

 

Σωτήρης Νικολακόπουλος

Δοκιμιογράφος – Ποιητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πηγές

 

-Ανδρέα Ευθ. Μουγγολιά, Το Α΄ Γυμνάσιον εν Πάτρας, Εκτυπωτική Αττικής 2001 σελίδα 92

-Περικλής, Γιαννόπουλος (1907). «Έκκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν». Αθήναι: Έκδοσις Ι.Δ. Κολλάρου, 2019.

– Τζιόβας, Δημήτρης (2011). Ο μύθος της Γενιάς του Τριάντα, Νεωτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία. Αθήνα: Πόλις. σελ. 163, 229, 252 348, 350.

-Δημήτρης Κιτσίκης, «Ο άγιος της ελληνικής νεολαίας Περικλής Γιαννόπουλος», περ. «Τρίτο Μάτι», τ. 107, Νοέμ. 2002

-Επαμεινώνδας Παντελεμίδης, «Περικλής Γιαννόπουλος, ο Έλλην», «Τετρακτύς Αείγνητος»

-Μ. Μελετόπουλος, «Περικλής Γιαννόπουλος: Βίος, έργο και αυτοκτονία», περ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο 2004 σελ. 137-178: “Αποτίμηση”, σελ. 176

-Γ. Κατσίμπαλης, Βιβλιογραφία Περικλή Γιαννόπουλου, «Τα Νέα Γράμματα», τ. 1-3, 1938· αναδημοσίευση: περ. «Νέα Κοινωνιολογία»,  2004, σελ. 179-185