« Άνεμος »
Θάλασσα και φωτιά
έσμιξαν τα όνειρα μου.
Έζησα τα τερτίπια
των αέρηδων, του βοριά, του γαρμπή
στις βρεγμένες νύχτες,
από την πούλια ως τον αυγερινό
με εξαίσια τραγούδια της ψυχής.
Και ενώ στεκόμουν
στη γκρίζα γωνιά,
η Θέα ακόμα με ζαλίζει.
Στεγνός χωρίς καμιά σκέψηστα φύλλα της καρδιά,
ακούω το λίκνισμα της θάλασσας
το αγκομαχητό τ’ ανέμου,
πουναι της Πάρου η φωνή!…
Γεγονότα θαμπά
μικρές Ιστορίες
γνωριμίες εξασθένησαν,
θάνατοι μας πολιόρκησαν
τραγούδια που χορέψαμε.
Κλαίμε σαν πλοίο παροπλισμένο
κόβοντας τον ίσκιο μας στα δυο…
Οι φωνές σταμάτησαν
οι νύχτες είναι μαύρες.
Κύριε κύριε επίβλεψον εξ’ ουρανού
δελφίνια και διαβατάρικα πουλιά
κλέψανε τα όνειρα μου.