Ομιλούσα Εικόνα (Ποιηση)

Ομιλούσα Εικόνα - Σωτήρης Ι. ΝικολακόπουλοςΣτο απόγειο της ποιητικής μεγαλοσύνης του φθάνει ο Σωτήρης Νικολακόπουλος με αυτήν την τέταρτη, φωτολουσμένη από την ομιλούσα εικόνα, ποιητική συλλογή του. Πλημμυρισμένη από Φως και Αγάπη η «Τριλογία» του μας μεταλαμπαδεύει την αισιοδοξία του για μια πνευματικότερη κοινωνία. Την προσδοκία του για την εκπόρθηση του ένδον είναι μας από το Φως της Γνώσης, του Κάλλους, της Συναντίληψης. Γι’ αυτό κάθε στίχος του διακατέχεται από ζωηρή παραστατικότητα και απηχεί τον ανυστερόβουλο Ιδεόκοσμό του.

Οι πίνακες κορυφαίων ζωγράφων, που κοσμούν το νέο έργο του, αυτόν ακριβώς τον λάμποντα από Κάλλος Ιδεόκοσμό του μαρτυρούν. Στον Ποιητή διαπιστώνουμε την άοκνη αναζήτηση μιας Ιθάκης. Μας καλεί να καταστήσουμε τον ανεπεξέργαστο εσώτερο εαυτό μας επεξεργασμένο πνευματικό ον. Να ανιχνεύσουμε τον Θείο Σπινθήρα εν ημίν. Να αρθούμε υπεράνω των υλιστικών δεσμεύσεων. Να κονιορτοποιήσουμε της ιδιοτελείς μικροπρεπείς επιδιώξεις. Για να μπορέσουμε να γευθούμε τις άρρητες τέρψεις της οντολογικής αρτιότητας.Με προσοχή χρησιμοποιεί τόσο τον υπερρεαλισμό όσο και τον λυρικό κραδασμό. Γι’ αυτό η Ποίησή του γίνεται Οντολογία. Οντολογική Φιλοσοφία με ψυχοπλαστικές αξιώσεις.  Υμνεί την ανιδιοτελή Αγάπη όπως είναι «Της μάνας η αγάπη»  Νοσταλγεί το παλαιόν άστυ οραματιζόμενος την πόλη ως επίκεντρο συνανθρωπισμού και πνευματικής κίνησης.   Δοξολογεί την φύση ως πνευματικό κίνητρο υψηλόπνοων λογισμών. Μέσα στον κυκεώνα της τεχνοκρατικής απολυταρχίας τολμάει να δίνει στο όνειρο την ισχύν της Παροτρύνουσας Ιδέας.   Καυτηριάζει με τον τρόπο, που μόνον η Ποίηση του γνωρίζει, την νοητική σύγχυση της πνευματικά άνυδρης εποχής μας.  Βλέπει στην Αγάπη την εσωτερική ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο κ. Σωτήρης Ι. Νικολακόπουλος κοιτάζει μπροστά. Στην πνευματική ανασύνταξη. Στην οντολογική καταξίωση  Η Ποίηση γίνεται για αυτόν Ανάδυση των Κεκρυμμένων Μυστικών δυνάμεων της Εσωτερική Ανάπλασης του αυθεντικού Όντος.  Στον Έρωτα τραγουδάει την Μυστική Δύναμη της Συνύπαρξης στην πλήρη διάστασή της.  Οραματίζεται ειλικρινέστερες και πιο ακίβδηλες τις ανθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις.  Θέλει να αναχαιτίζει κάθε βάρβαρο καλπασμό της ανθρωπότητας. Να ενθαρρύνει κάθε αγαποκετρική κίνησή της  Φιλοσοφεί προσμένοντας ό,τι ανθρωπινότερο για όλο τον κόσμο.

Ορειβάτης δεινός με την Ποίησή του έχει τώρα κατακτήσει και τις Πνευματικές Κορυφές. Εναγκαλίζεται ο Ποιητικός Λόγος του την γόνιμη ανησυχία του Πνεύματος.nΗ κινητήρια ιαχή της πνευματικής ανάβασής του συμπυκνώνεται στο «… με υπομονή ανεβαίνω»  Τα αισθήματα γίνονται κραδασμοί ασυμβίβαστου ανθρωπισμού.  Οδοιπόρος είναι της Αλήθειας «γιατί το φως πρέπει να ζήσει». Ο Ποιητής Σωτήρης Ι. Νικολακόπουλος είναι ο Μυσταγωγός της Οντολογικής Αυτοσυνειδησίας.

Δρος ΝΙΚΟΛΑΟΥ Χ. ΧΑΡΑΚΑΚΟΥ

Διδάκτορος Θεολογίας και Φιλοσοφίας

Αντιπροέδρου της ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ / Π.Ε.Λ.

 

Α. ΑΝΤΙΔΩΡΟ ΑΓΑΠΗΣ

                 Νοσταλγία

Αυτή η πολιτεία

με το γρανίτη απέναντι

το σύννεφο στην κορυφή πριν βρέξει

την θάλασσα της ψυχής μας,

δεν είναι μέρος

χρόνος είναι

και η αλμύρα στο κορμί μας.

Από την στιγμή της γέννησής μας

βυζάξαμε στο όνομά της.

Πάτρα

Ο ουρανός γεμάτος αστέρια

ελπίδα στις άσπρες γραμμές του και ευχές.

Πέρα από τα βουνά πέρα από τη θάλασσα

τα όνειρά μας.

Τέλος δεκαετίας εξήντα του χίλια εννιακόσια

φύγαμε αθέατοι

με το λεωφορείο της γραμμής

και οργώσαμε και σπείραμε γεννήματα.

Τα μάτια μας γεμάτα μπλε

με κόκκινα δειλινά απέναντι στων βουνών την άκρη

θάλασσα και ουρανός,

σύννεφα και κύματα

άχραντα μυστήρια

στο βάθος του πατραϊκού

παντοτινή αγάπη.

                      Το Ταξίδι σου I

                                                            Στον Γιάννη

Τη νιότη σου την πέρασες απλά

και όλο ψαχούλευες,

παράφορα θαύμαζα την όψη του Κρίνου

προσπάθεια με αποτέλεσμα καλό,

χώμα νερό αέρας και φωτιά.

Ερωτικό πάθος

ήλθε η στιγμή,

αντανάκλαση ψυχής παιδιού.

Αντίλαλος έφερε την ομορφιά κοντά σου,

μεγάλωσες πλήθηνες,

φως καθαρό στη φλόγα της λαμπάδας.

                     Το Ταξίδι σου II

                                                      Στον Ηλία

Πάντα προσπαθείς οδηγείς την ψυχή σου,

γύρω σου φωτίζεις

η δύναμή σου μεγάλη.

Η θάλασσα και τα βουνά σε συνεπαίρνουν,

εκεί ζητάς τους αετούς και τις γοργόνες

τα πλούτη της ψυχής σου,

το χάρισμα να σε ζεσταίνει ο ήλιος το χεις.

Κάθε κίνηση σου φουρτούνα

κάθε βήμα αέρηδες βουνού.

Όμως θα βρεις την Ιθάκη σου

το γνωρίζω καλά.

                         Η ζωή μας

Πάντα ήσουν δίπλα μου υπομένοντας,

ένας ουρανός κατρακυλούσε στα μάτια μου,

ενώ στα χέρια μου αλαφρόπαιζα σαν άμμο

τη μοίρα μου που θρέφοταν με όνειρα πολλά.

Όσες κράτησα αναμνήσεις,

που σαράκωσαν από το ξεφύλλισμα,

τις έχω βαθιά κρυμμένες.

Όσες στιγμές άγονες,

ωστόσο αληθινές στο βάθος

και αυτές τις έχω κρυφά στο ίδιο μέρος.

Έφερες ζωή,

σου πρέπει κάθε τιμή.

Πάντα προσφέρεις

σε πρόσωπα αγαπημένα,

γονείς, άνδρα, παιδιά, παιδιά παιδιών·

ταπεινά υποκλίνομαι στη δύναμή σου.

…………………

Διέξοδος για το νου και την ψυχή μας,

δύναμη αδάμαστη και επίμονη

η ελπίδα της τελευταίας ευθείας,

που με αξιοπρέπεια θα την υποδεχτούμε

και με οδηγό αστέρι

θα ακούμε την καρδιά μας

να πλανιέται στη χειμερινή τροπή του ήλιου

                       Πόνος

Μετά τη μέρα ήλθε η νύκτα,

μετά το άσπρο ήλθε το μαύρο,

μετά τη χαρά η θλίψη

οι ελπίδες τέλειωσαν ξαφνικά,

η ζωή έφτασε στον πάτο,

κόπηκε από το φως το χρώμα,

το σκοτάδι άχρωμο.

Συ, ούτε φως, ούτε χρώμα,

μα ούτε και η ευωδιά των λουλουδιών.

Τα δάση κάηκαν οι κάμποι ξεράθηκαν

σαν κατάλαβαν την ξαφνική φυγή.

Δάκρυα απόγνωσης

την ώρα του αποχωρισμού.

Οι δρόμοι που περπάταγες και τα βουνά στενάζουν,

τα νερά σταμάτησαν.

Σε όλους μας λείπεις,

είναι απίστευτο που είσαι μακριά μας.

Θλίβομαι για το χαμό σου,

σήμαντρα οι αναστεναγμοί μας

πνευστά του πόνου η μαυρίλα

πάνω σ’ ένα κομμάτι φως ταξίδεψες

και η μνήμη μου σ’ έχει εδώ

ονείραμα

των παιδικών μας χρόνων.

               Της μάνας η αγάπη

Σε ακούω να μιλάς με ήχους άτονους,

να ζυγίζεις το ψωμί στο σακούλι σου.

Πόσους θα θρέψεις;

Πόσους η ζύμη σου θα μεγαλώσει;

Σε ακούω να μιλάς

στους ξενιτεμένους σου,

σε εκείνον που έχασες

κάπου μέσα στη ζωή,

σκύβεις από τον πόνο σου γι’ αυτό.

Να μιλάς να δημιουργείς,

να εύχεσαι στους άτυχους

που πάντα είναι στη σκέψη σου.

Στους μόχθους σου να μιλάς

και στην κακή σου μοίρα.

Έπειτα στην άκρη σου αρχίζεις να κλαις

και λαχταράς ό,τι στη ζωή σου δε γεύτηκες.

Έρχομαι μου τα δίνεις όλα

και κει που σκέφτομαι ότι η φωτιά σου θα με τυλίξει,

δε με καίει ωστόσο με ποτίζει όλο δροσιά.

Σε βλέπω σε ακούω να μιλάς και να εύχεσαι για μας

και όσο σε ξεχνάμε,

μας μαθαίνεις ότι η αγάπη σου

δεν είναι σαν εκείνη που ξεχνά.

Είναι της μάνας η αγάπη.

                          Η πόλις μου

Αυτό που με αρρωσταίνει σ’ αυτήν την πόλη είναι

το τσιμεντένιο τοπίο

οι ξεραμένοι φοίνικες,

πνίγονται τα όνειρα μου,

οι ξεχασμένοι κήποι κάτω από τα ψηλά τα κτίρια

ο θαμπός ο ήλιος,

το ανήλιαγο τοπίο οι βρώμικοι δρόμοι,

των άλλων οι πολλές οι υποσχέσεις.

Μοναξιά

βουβά πρόσωπα με άδειο βλέμμα,

οι άχρωμες φιγούρες των ανθρώπων.

Της ομορφιάς το χαλασμένο μεγαλείο.

Πρωτεύουσα πολύβουη αδιαπέραστη

με κάποιο τρόπο παίζει.

Όπως όλοι που σκοτώνουν αγνοεί και απορεί.

Μια πόλη μεταφυσική,

μια πόλη γκρίζα στεγνή άσχημη πολύ,

χιλιοτραγουδισμένη που τόσα σου θυμίζει,

χάθηκαν γκρεμίστηκαν

και κάπου μέσα στα στενά

κόκκινο βελούδο

χαρά της όρασης και της αφής

ένα λουλούδι προσπαθεί να βρει τον ήλιο

και η ξεχασμένη λατέρνα,

με χαμόγελο να τραγουδά

και να φτάνει σε μένα

με χίλιες ανατριχίλες.

                     Το πατρικό μου

Η ταράτσα η ροδιά……

ο ήλιος λούζει τον κήπο,

βουκαμβίλια μωβ

ο φράχτης στάζει αίμα

γεράνια λεμονιές αγριολούλουδα.

Πλάκα Καρύστου η αυλή

ανάγλυφο ένα γυμνό σώμα,

φύλλα μακεδονήσι δίπλα στη βρύση.

Γέρικη ελιά

αγγελικούλες τριανταφυλλιές,

γαρύφαλλα και διασμορίνια.

Στο βάθος της αυλής

η κληματαριά ίσκιος βαθύς,

ραζακί σταφύλι του καλοκαιριού,

χειμωνιάτικο για κρέμασμα στου ταβανιού την άκρη,

φουγάρο μαύρο στο μέρος του βοριά,

τσιμέντο περασιά για την πίσω πόρτα.

Ανοιχτά παράθυρα η άνοιξη είναι εδώ

και οι πόρτες πάντα ανοιχτές.

Διακριτικά αρώματα μυρώματα,

ηδύφωτα πρωινά

χρυσοστεφανωμένα βασιλέματα

αγγέλλεται η ψυχή μας

και λουζόμασταν το φως.

                    Όνειρό είχα

Όνειρο είχα,

ένα σπίτι γεμάτο φως αποζητούσα

και ανέβηκα ψηλά,

η θάλασσα χαμογελούσε

και ο ήλιος χρυσοστεφανωνόταν

στου δειλινού την ώρα.

Όμως γύρω τριγύρω πέρα

έξω από κάθε σκέψη

έξω από τις αισθήσεις, μες στα μάτια μας

ψήλωσαν άλλα σπίτια·

εγώ στη μέση.

Μεγάλωσαν τόσο πολύ

που γίνανε ψηλά ποιο ψηλά από μένα,

τόσο ψηλά που δεν μπορούσα

να δω τη θάλασσα αν μου χαμογελάει,

τον ήλιο χρυσοστεφανωμένο

και ψήλωναν και ψήλωναν

που σκέπασαν τον ουρανό,

που δεν αφήνανε να μπει ούτε μια ηλιαχτίδα.

Όσο χαιρόμουν στην αρχή

γιατί ζούσα στα ψηλά,

τόσο έκλαψα μετά όταν κατάλαβα,

πως το φως που αποζητούσα

ήταν ένα όνειρο και αυτό,

πλάνη αλάξευστη.

                Εις Εαυτόν

Συγχωρέστε με μπερδεμένος είμαι,

ανύπαρκτη γιορτή

φωνές χαρές και γέλια,

ξεγέλασμα του χρόνου

πουλιά χαμένα,

κάθε φορά για μένα.

Έκοψα μια μαργαρίτα

ξεράθηκε

συγχώρεση ζητώ,

το ‘χω ξαναπράξει

είμαι φονιάς,

σκοτώνω όλο και πιο πολύ

κάθε φορά εμένα.

Όνειρα επιθυμίες

με πηγαινοφέρνουν

παράλληλα σε μια μοναξιά

στην απαρχή

του τέλους

στις τελευταίες λιακάδες μου.

 

                                         Β. ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ

                       Αμφίδρομα

Όνειρο έβλεπα.

Η Αγάπη πετά και στην ψυχή κουρνιάζει

και τραγουδά μελωδικά,

ούτε στιγμή δε σταματά.

Αγάπη και χαρά,

αγάπη στάχυ χρυσωμένο.

Εικόνες ευτυχίας με χρώματα ζεστά……

η ισχύς εν τη ενώσει

και γέλασα

Ξύπνησα και είδα μάτια κόκκινα μαύρα,

λύκους αιμοβόρους όμορφα  στολισμένους,

φθόνος υποκρισία φιλοδοξία,

αναξιοκρατία ειρωνεία.

Άκουγα γέλια

χιονισμένο τοπίο μουντό παγωμένο.

Σκληρά λόγια – σκληρά κτυπήματα,
βαθιά παράπονα λύση καμία……
Ματαία ελπίς

και έκλαψα.

                               Νέα αρχή

Σπασμένες χορδές η ζωή μου

σπασμένη κιθάρα.

Τα λόγια της μπορεί να τα πήρε ο άνεμος

αλλά οι μελωδίες δε χάθηκαν.

Τώρα όμως τι μένει;

Πώς να ματίσεις τις χορδές.

Πώς να ξαναφτιάξεις τη σπασμένη κιθάρα…

χρειάζεται κόπος πολύς

δύναμη ψυχή.

Όμως η ψυχή μου ξοδεύτηκε άλλες εποχές

τόσο πολύ

όταν η κιθάρα έπαιζε τα τραγούδια της,

πριν σπάσουν οι χορδές

πριν σπάσει η κιθάρα.

Τώρα τι απομένει;

………………

Σαν φτάσει η ώρα του μεσημεριού

και ο ήλιος που περιμένω

δεν έχει ανατείλει,

με πιάνει το παράπονο.

Θέλω να κλάψω – μα δεν μπορώ.

με πιάνει πείσμα…

Τον ήλιο που αφάνισα που σκότωσα,

εγώ θα αναστήσω! 

                                 Όνειρο

Υπάρχω με την ήρεμη χρυσή ανατολή,

τα κόκκινα δειλινά τα χρυσονεφωμένα.

Των παιδιών μου την καρδιά,

των δικών μου τη χαρά,

την πνοή τ’ ανέμου στα ψηλά βουνά

με τα λόγια της ψυχής.

Υπάρχω με ότι περιμένω και μου ‘ρχεται

σαν τη σιωπή του ήλιου στις ψηλές κορφές.

Και όπως άδικα ποθώ να γεμίσει η σιωπή,

ας ανοίξουν οι ουρανοί για να μη χαθούν

τα τελευταία όνειρα μας.

                               Γυρισμός

Κατέβηκα από ψηλά αργά, κάθισα,

από κάτω μου ήταν η πρωτεύουσα,

μια πρωτεύουσα ονειρική

μια πρωτεύουσα μοναδική,

μια πρωτεύουσα αλλιώτικη απ’ τις άλλες,

όχι σαν αυτές που είναι απλά μια πρωτεύουσα.

Την είδα

την είδα με μάτια βαθιά

την είδα και δεν είπα τώρα ας πεθάνω,

είπα απλά σφυριχτά πως έπρεπε να βιαστώ, κάπως,

γιατί θα νύχτωνε και δε θα ‘βλεπα,

δε θα ‘βλεπα ν’ ανέβω πάλι εκεί ψηλά,

κάτω από τ’ αστέρια.

                   Μύτικας (Όλυμπος)

Ξεκίνησα για την κορυφή,

ένα δένδρο ακίνητο

ένα άλλο που προχωρεί,

ένα ποτάμι από δένδρα.

Χτυπάει το στήθος μου

είναι ευδαιμονία.

Τα πράσινα αλλεπάλληλα κύματα

του δάσους που περνώ,

είναι η σφραγίδα

το σάρκινο αποκαΐδι,

το τέλειο άστρο.

Μέσα μου σαν ήλιος

αναπαύεται η ώρα

πάνω από μιαν άβυσσο λάμψεων.

Ύψη συννεφιασμένα από πουλιά,

τα ράμφη τους χτίζουνε τη νύχτα

τα φτερά τους στηρίζουνε τη μέρα.

Μπηγμένη μες στο φως

ανάμεσα στη σιγουριά και τον ίλιγγο,

είσαι η διάφανη ισορροπία!

Είμαι στην κορυφή.

Χάνομαι στο φως.

Καλή αντάμωση την άλλη εποχή.

                                   Ταξίδι (Άθως)

Άναψε ο θεός το φως

ένας ατελείωτος πολυέλαιος πάνω μας.

Μιλούσε για τις αλήθειες,

μιλούσε για την άνοιξη

για το χαμόγελο της ανεμώνας και τ’ αηδονιού το καλημέρισμα,

για το παράπονο του γκιώνη,

μιλούσε για μας και φωτίστηκε

το βάθος της ψυχής μας.

Μας μιλούσε μας μιλούσε…

για το ουράνιο τόξο που γεφυρώνει τ’ όνειρο με τα ουράνια,

για τ’ άπλετο φως

με τ’ ασημένιο στέμμα του γαλαξία…

και τότε γαληνεύουμε σαν την πλατιά τη θάλασσα,

γνωρίζοντας

πως δεν υπάρχουν σύντομοι δρόμοι

για τα μέρη που αξίζει να πάμε.

                          Αιγαίο

Στο Αιγαίο δεν ξέρουμε που να σταθούμε

για να προφυλαχτούμε από τα χαστούκια του βοριά.

Αυτό μπορεί να είναι και αρετή!

Δεν έχουμε εμείς δένδρα σκιερά για να μας προστατεύουν.

Έχουμε όμως μικρά πολλά νησιά

που χορεύουν όταν ο κόσμος θλίβεται.

Έχουμε μικρά πικρά λιμάνια

αγκαλιές για όλο τον κόσμο.

Βραχνές φωνές

που τα κύματα τις πετούν

ανάμεσα στο αλάτι και στα βογκητά

του βυθισμένου πλοίου.

Δεν έχουμε ’μεις δένδρα σκιερά για να μας προστατεύουν.

Όμως συλλογιζόμαστε αυτούς που τα έχουν

το πόσο ήλιο τους κρύβουν.

                        Δρόμος

Ελεύθερος στις μέρες και τις νύχτες

μες στο γύρισμα του χρόνου,

ελεύθερος μες στο λαβύρινθο του νου μου

και στη βροχή βρεγμένος με ατέλειωτη χαρά.

Τέλος κρύφτηκα στην πιο ψηλή κορυφή,

γνώριμο τοπίο.

Όμως ξοδεύτηκα στα όνειρα,

δεν ταξίδεψα έμεινα σκοτωμένος,

έπεσα σε λήθη μιας κόλασης τρόμου,

τα βήματα οι προσπάθειες

είχαν στόχους και ρυθμό,

ταχύτητα μεγάλη,

δεν ξέρω αν πέτυχα.

Χρόνος πολύς πέρασε

τέλειωσε η προσπάθεια,

φωνάζουν και αντηχούν παράξενα

φωνάζουν επίμονα,

πόνος μεγάλος για κάτι που δεν έγινε.

Φωνάζω

Αυτό που με βάστηξε εσάς μη σας κρατήσει.

                         Ελπίδα    

Μια ψυχή ανάμεσα στα ξεραμένα λουλούδια

και τις ανάνθιστες βιολέτες,

μια υποψία άνοιξης στο γνώριμο δρόμο

που δεν τον καταδέχονται ποτέ τα χελιδόνια

ξεπρόβαλε δειλά δειλά ένα μικρό κλαδάκι,

ήταν η ελπίδα τελικά.

Την πλησίασα με αγάπη περισσή,

τους μίσχους ζέστανα με την αγάπη μου,

τις νύκτες με τα όνειρά μου λίπαινα τις ρίζες της,

στα φύλλα της οι πόθοι μου δροσοσταλίδες

και πρόσμενα το χαμόγελο,

το πρώτο το λουλούδι.

Και ήρθε η πρώτη βλάστηση,

όπου ο ενθουσιασμός γίνεται υπόσχεση

και η χαρά με το άγγιγμα ενός χελιδονιού

που ράμφισε το χνούδι από τα φύλλα,

ύστερα το πρώτο ανθοπέταλο πρόφτασε το καλοκαίρι.

Είναι η ελπίδα τελικά.

                            Κόρακας (Βαρδούσια)

Βράχια και γκρέμια,

πιο πολύ η πέτρα από το χρόνο,

η γη δεν έχει χρόνο.

Μέσα στα μάτια μου

Πέφτει δίχως κίνηση άχρωμο νερό.

Ο ουρανός αναπαύεται…..

πέτρες παντού μυρωδιές ελάχιστα τα δένδρα,

ακόμα πέτρες πάνω στον αέρα.

Ανακαλύπτεται ο κόσμος όπως είναι τελικά,

ο ήλιος ακίνητος στην άβυσσο.

Ίλιγγος εμείς δεσμώτες.

Τα βράχια δεν ζυγίζουν πιότερο από τους ίσκιους μας,

νοιώθω λεύτερος

και με υπομονή ανεβαίνω.

                               Περιμένοντας

Πίσω από το παράθυρο

σύννεφα και θλίψη.

Είναι η θάλασσα πλατιά,

Και σ’ αυτήν εδώ την πόλη

ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα

γδύνονται οι λέξεις από τους ώριμους τους ήχους.

Όμως προσπαθώντας

Μες στο χρόνο

θα ‘θελα να μπω θα ‘θελα να αναπνεύσω.

Πέρασαν τα χρόνια.

Τώρα καταλαβαίνω

πέρα από τις λέξεις

τα αισθήματα τους κραδασμούς,

μια κραυγή μου μένει.

Και όπως κάθομαι στην αμμουδιά

η θάλασσα ένα πανί με λάσπη,

απέραντος σκουπιδότοπος.

Περιμένοντας

αναλογίζομαι τα χαμένα.

                          Αφή φωτός

Πέρασαν εκείνες οι εποχές

με τα δάση τα ποτάμια τα πουλιά,

με τους καταπράσινους λόφους και τ’ ανθισμένα τα λουλούδια·

που στα πόδια μας γεννιόταν το φως;

ίσως να πέρασαν.

Αλλά θα βρούμε άλλα αλλού να ονειρευόμαστε.

Εν τω μεταξύ θα φτιάξουμε μερικά

γιατί το φως πρέπει να ζήσει.

                            Εις Τάξιν Πένθους

Όταν καιγόταν η Πελοπόννησος

Μαύρισαν τα χρόνια

μαύρισε η ζωή μας.

Μα πριν ξεψυχήσει το φως κρατήθηκε η ανάσα.

Μάτωσα απελπισμένα.

Τα πράσινα αλλεπάλληλα κύματα

του δάσους που υπήρχε,

είναι η σφραγίδα στα μάτια και το νου.

Εγώ που περπατούσα σε πράσινα χαλιά

πριν ακόμα βλαστήσουν……

Εγώ ο περιώνυμος,

πόσο βοήθησα αλήθεια όταν φύσηξε η θύελλα

και χύθηκε στα πέρατα και έκαψε τη γη.

Τη νύχτα εκείνη οι αέρηδες μαίνονταν,

αποσπάσματα μιας αρχέγονης τρέλας.

Πενθούν τα χελιδόνια πενθούν οι πέτρες,

πόνους κρατάνε τα βουνά πόνους κυλάνε τα νερά,

κραυγές ανθρώπων και στην ψυχή μαυρίλα

Δακρύζω και θρηνώ και γω.

Μοιάζουνε χαλάσματα ναού ερειπωμένου,

μαύρα τα μάρμαρα και οι υποσχέσεις πολλές.

Τριγύρω μου βλέπω μαύρους ορίζοντες,

πεθαίνει η φύση

εκεί που περπατάγαμε ανασαίναμε

εκεί που ερωτευόμαστε,

από ‘κεί που φύγαμε για να πετύχουμε

και ήρθαμε εδώ να γίνουμε μεγάλοι…,

πεθαίνει η φύση……

Τώρα τι μας έμεινε;

Ίσως μια ανάσα ίσως μια αχτίδα ήλιου

για να φέρει εκ νέου το φως.

Το νέο φως από το σκοτάδι έρχεται,

ο χρόνος αρχινά,

μια ανάσα μια καρδιά μια ψυχή,

να σηκώσουμε τον ήλιο,

τον ήλιο που αφανίσαμε

εμείς ν’ αναστήσουμε!!

                     Σπορά

Χιονισμένες κορφές απάτητες

γιομάτες ουρανό και καθαρό αέρα.

Ο χρόνος αρχινά

ένα τίποτα στο χρόνο της γης,

μια ανάσα στο δρόμο της αναζήτησης,

χρόνος μηδέν.

Μεσονύκτιο το κέντρο του ερέβους.

Το σύμπαν ολόκληρο αναγεννάται,

η θύμηση στο πρωινό αγιάζι του απείρου.

Ο κόσμος λαξεύεται στα μέτρα του,

το όνειρο εφτιάχτηκε

και σπέρνει τη νέα μέρα·

γνωρίζοντας

πως δεν υπάρχουν λεωφόροι

για τα μέρη που επιλέξαμε να φτάσουμε.

                      Νέα εποχή

Πραγματικά εξαφάνισες το παρελθόν.

Μια πλάκα ολόασπρη πλατιά

πάνω στην πλάκα της λήθης έβαλες,

που απ’ αυτή άνθισε αγριολούλουδο

και όλες οι ευωδιές του κόσμου.

Την πίστη έχω στην καρδιά

και την ελπίδα

προσμένοντας να ‘ρθει η αυγή,

που όλα θα τα δω ανθισμένα

και αν τα ποτίσω με δάκρυα και πόνο ας το ξεχάσω,

μόνο τις ευωδιές να νιώσω.

                      Το τέλος του δρόμου

Βάζουμε στην άκρη

το χαζό εγωισμό

και τότε ίσως καταλάβουμε

ποιος είναι ο δρόμος ο πλατύς·

που στο τέλος του την αγάπη νοιώθουμε

σαν ένα λουλούδι που ανθίζει,

χωρίς να το νοιάζουν ο χιονιάς και οι μπόρες.

                      Παραινέσεις

                                                Στον Νίκο & Κωνστάντια 23/3/09                         

Έχοντας όλους τους μύθους,

ψελλίζοντας μια τύχη αόρατη

δική σου και ξένη,

ξεχασμένη, στα ηλιοβασιλέματα.

Με πάθη της μουσικής στα χείλη

με παλιές ιστορίες πετρωμένες,

κτερίσματα και εφιάλτες.

Λιβάδια πράσινα δροσερά,

αλμύρα

στα μπετά που ρίχνουν τα χρόνια

και σπάζουν τα αισθήματα τα λόγια,

ζήσε απλά τη ζωή σου.                     

Έναστρη νύχτα

η αξιαγάπητη βαδίζει ξεχασμένη.

Έφτασες εδώ με εισιτήρια πολλά.

Δράμα; Όχι.

Πραγματική αγάπη, έρωτας; Ναι!

Γέλιο πικρό να μην υπάρξει,

με μελωδίες να τολμάς

σκάβοντας στη σιωπή,

στου νου τα σκοτάδια

με θαλπωρή λιμανιού,

ζήσε απλά τη ζωή σου.                    

Ακραίες ασκήσεις

κάνετε στο χρόνο,

νωπά μηνύματα της άνοιξης

από άνθη που σιωπούν

και τα όνειρά σας;

Η γαρυφαλλιά πάντα ανθίζει,

η τριανταφυλλιά πάντα θα φορά

τα θεσπέσια φορέματα της ζωής,

το διασμορίνι θα εκπέμπει στο μήκος του κύματος

εντόνων αρωμάτων.

Τότε και οι δυο μαζί θα τραγουδάτε τη ζωή,

κάτω από ουράνιο τόξο,

ζώντας απλά τη ζωή σας.